διηγήματα φίλων Τσάμη Καίτη Η μαξιλάρα της θείας Αθηνάς

Η μαξιλάρα της θείας Αθηνάς

Την αγαπούσε ο φωτογραφικός φακός. Μία από τις αγαπημένες μου φωτογραφίες της είναι αυτή η μεταπολεμική με την οικογένειά της. Μπροστά, καθιστοί, η γιαγιά Σοφία κι ο παππούς Ηρακλής, έχοντάς την ανάμεσά τους, μ’ ένα φιόγκο στο κεφάλι και ύφος όλο περηφάνια. Η θεία Αθηνά. Η μικρότερη της οικογένειας ήταν τότε επτά χρονών. Πίσω τους, στο κέντρο ο πατέρας μου, δεξιά ο μεγάλος του αδερφός, ο Αριστείδης, κι αριστερά του ο τέταρτος, ο Αλέξανδρος. Η θεία τον λάτρευε, μιλούσε ασταμάτητα γι’ αυτόν. Υπήρξαν κι άλλα παιδιά, μα πέθαναν, ο Αχιλλέας, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, σκοτώθηκε στα δεκαεπτά του, στην Κατοχή, από ατύχημα και η Αφροδίτη, που γεννήθηκε μετά τη θεία Αθηνά, έζησε λίγους μόνο μήνες. Έσκασε απ’ το «κακό μάτι». Το «κακό μάτι» το φοβόταν η θεία Αθηνά και κάθε φορά που με έβρισκε όμορφη, μ’ έφτυνε για να μη βασκαθώ.

Ιούλιος του 1974, πέντε χρονών εγώ τότε, ανύπαντρη ακόμα η θεία Αθήνα, έμενε με τους παππούδες μου. «Είσαι όμορφη», της είχα πει όταν για πρώτη φορά την παρατήρησα να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας της και να προβάλει ρούχα, να ξύνει μετά το μαλλί για ν’ αποχτήσει όγκο, να το χτενίζει, να το ψεκάζει με λακ, να βάζει μάσκαρα στις μακριές της βλεφαρίδες και να τονίζει τα χείλη της με κραγιόν. Μέχρι τότε, δεν είχα προσέξει ποτέ τη μητέρα μου να κάνει το ίδιο, ίσως και να το έκανε, αλλά όχι με την ίδια χάρη όπως η θεία. Μετά κάλεσε τον φωτογράφο και βγάλαμε μαζί πολλές φωτογραφίες. Στην καλή σάλα του σπιτιού, στο πάρκο, ανάμεσα σε θάμνους, μυρίζοντας λουλούδια, κάνοντας κούνια, τρώγοντας παγωτό. Με έκανε χαρούμενη. «Τσούπρα μου, γλυκιά», μ’ αποκαλούσε κάθε τόσο. Ήταν η μέρα που επιστρατεύτηκε ο πατέρας μου, μετά το πραξικόπημα της Κύπρου. Είχε πάει να χαιρετίσει τους γονείς του και τη θεία Αθηνά και μ’ άφησε να περάσω τη μέρα μαζί τους. Εκείνη, έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Τον έσφιγγε πάνω της, μη τολμώντας να ξεστομίσει την παρότρυνση, τη μάταιη ευχή, να μην πάει, να μην παρουσιαστεί, να κρυφτεί. Δεν θα το άντεχε να χάσει κι άλλον αδερφό.

Καλοκαίρι του 1989, αυτή τη φορά ήμουν εγώ που έπρεπε, για δική της χάρη, να κάνω όμορφη τη μέρα μας. Την έφερε στο πατρικό μου το αυτοκίνητο του ψυχιατρείου Πέτρας Ολύμπου. Αδυνατισμένη, με κομμένο το ένα στήθος, της το είχε φάει το σαράκι του καρκίνου, χλωμή, θλιμμένη και ήρεμη. Ήρθαν συγγενείς και την είδαν. Έμοιαζε αποχαιρετισμός. Φάγαμε, συζητήσαμε, κοιμηθήκαμε το μεσημέρι, αλλά δεν ζήτησε να βγάλουμε καμιά φωτογραφία. Αργά το απόγευμα, τη συνόδευσα στην επιστροφή της στο ίδρυμα. «Θέλω να δω τη θάλασσα», είπε. Οι νοσηλευτές αρνήθηκαν, δεν την εμπιστεύονταν. Τους παρακάλεσα. Παρκάραμε στο λόφο με τα πεύκα, ανάμεσα στις παραλίες Μακρύγιαλου και Αϊ-Γιάννη. Κατεβήκαμε όλοι μαζί της. Εγώ κι εκείνη μπροστά, οι νοσηλευτές στο κατόπι μας. Ο ήλιος έβαφε τους κορμούς των δένδρων καθώς έγερνε. Άναψε τσιγάρο και φύσησε τον καπνό με μια κίνηση εναρμονισμένη με την πνοή του θαλασσινού αέρα που χάιδευε τα πρόσωπά μας. «Μόνο αυτή μ’ ευχαριστεί. Είναι η τελευταία φορά που τη βλέπω», είπε. Της είπα κάτι που ακούστηκε ως αμφισβήτηση του προαισθήματός της κι ύστερα γύρισε και μου είπε «το ξέρω». Την άφησα για λίγο μόνη κι έπιασα κουβέντα με τον νοσηλευτή. «Θέλει συνεχή παρακολούθηση», μου είπε και πρόσθεσε «στην κατάστασή της, μόνο το ίδρυμα μπορεί να τη βοηθήσει». Ήξερα ότι δεν το ήθελε το ίδρυμα κι αισθανόμουν αδύναμη να κάνω οτιδήποτε για ν’ αλλάξω τα πράγματα.

Εννέα χρόνια πριν, στην έκτη Δημοτικού εγώ τότε, κατάλαβα για πρώτη φορά ότι όσα ξέρουν οι φίλοι δεν τα ξέρουν πολλές φορές οι συγγενείς. «Η θεία σου, η Αθηνά, είναι άρρωστη», μου είχε πετάξει η φίλη μου η Μαρία, μετά από ένα καυγαδάκι μας. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά θύμωσα επειδή το είπε χαιρέκακα. Τα ήξερε όλα από τη μητέρα της, φίλη της θείας Αθηνάς.  Εγώ μια χαρά την έβλεπα τη θεία μου. Υπάρχει περίπτωση να μη φαίνεται η αρρώστια στον άνθρωπο; Να είναι κρυφή; Ύπουλη; Σαν κλέφτης; Να ξεγελάει τα παιδιά;

Ήταν είκοσι χρόνων, όταν έφυγε γυμνή από το σπίτι της για πρώτη φορά. Πήγε στον μπακάλη να ψωνίσει, αφού πρώτα σόκαρε όλη τη γειτονιά στο πέρασμά της. Οι γυναίκες κατεβήκαν από τα σπίτια τους να καλύψουν τη γύμνια της, αλλά αυτή θύμωσε μαζί τους και τις έβρισε.  Οι άνδρες κρύψανε με την παλάμη τους τα μάτια τους. Κι ο μπακάλης της είπε να πάρει ό,τι θέλει και να φύγει. Σήκωσε το μαγαζί. Μετά η γιαγιά μου, ντροπιασμένη, τα επέστρεψε όλα πίσω. Αυτό έγινε πολλές φορές. Η γιαγιά την ξόρκιζε καθημερινά για καιρό με τις ευχές κατά της μαγείας, του Αγίου Κυπριανού. Έφερε και παππάδες. Η γιαγιά έπαθε ψωρίαση στο δεξί της χέρι. κάπως έπρεπε να ξεσπάσει το βάσανο.

Τρία χρόνια πριν η ζωή υπόσχονταν στη θεία μία άλλη εξέλιξη, πιο ανθρώπινη, πιο χαρούμενη. Καιρό την καμάρωνε από μακριά ο Θόδωρας. Αρραβωνιάστηκαν. Δύο βδομάδες μετά του πέταξε τη βέρα κατάμουτρα. Ήθελε να παραμείνει παρθένα, του είπε. Έφυγε ο Θόδωρας  μετανάστης  στην Αμερική. Της έγραψε ότι την περίμενε κοντά του. Του απάντησε ότι θέλει να αφιερωθεί στο Χριστό. Άρχισε τις επισκέψεις σε μοναστήρια.  

Χειμώνας του 1985, η θεία στα σαράντα πέντε της, είχα καιρό να τη δω τόσο χαρούμενη όσο εκείνη τη χιονισμένη Κυριακή. Μετά το τέλος της λειτουργίας τη βρίσκω να κάθεται παρέα με τη μοναχή Χαριτίνη, τη ξαδέρφη της, και να τα λένε ψιθυριστά, με γερμένα τα κεφάλια τους, τα μέτωπά τους ενωμένα. «Τί λέγατε;», τη ρώτησα. «Μ’ εξομολογούσε. Όταν πεθάνει η γιαγιά θα μονάσω, όπως η Χαριτίνη. Καθένας γίνεται τρελός με τον τρόπο του». Για χρόνια θα προσπαθούσα να λύσω το γρίφο.

Μεγάλο Σάββατο του 1982, η μέρα έλαμπε κι ο τόπος όλος μοσχοβολούσε πασχαλιές και τσουρέκια που πηγαινοέφερναν στους φούρνους οι νοικοκυρές σε μεγάλα ταψιά παραμάσχαλα. Η θεία Αθηνά είχε πλάσει τα δικά της και περίμενε να φουσκώσουν. Θα τη βοηθούσα να τα πάμε στο φούρνο. Στο μεταξύ, άνοιξε το μεγάλο ξύλινο μπαούλο με τους μπρούτζινους μεντεσέδες για να βγάλει τα πασχαλινά στρωσίδια. Μια απαλή μυρωδιά από σαπούνι και λεβάντα ξεχύθηκε στο δωμάτιο. «Τα προικιά μου», είπε, «μια μέρα θα γίνουν δικά σου». Τόλμησα να ρωτήσω γιατί δεν παντρεύτηκε. «Σιωπή, γλωσσού. Τι ξέρεις εσύ;» απάντησε κι έκλεισε με θόρυβο το μπαούλο. Ήταν η μόνη φορά που θυμάμαι να μ’ έχει μαλώσει. Ύστερα, σαν να το μετάνιωσε, έφερε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και το δάχτυλό της στάθηκε στη φωτογραφία ενός γοητευτικού νέου. «Ο Θόδωρας», μου είπε, «θα τον παντρευόμουν, εάν δεν είχα δει όνειρο ότι σκοτώνεται».

Το 1995 η θεία Αθηνά πέθανε. Μου το είπαν αρκετές μέρες αργότερα. ήμουν στην Αμερική. Δεν την έκλαψα. Τα κεντημένα λουλούδια στη μαύρη βελούδινη μαξιλάρα στον καναπέ του σαλονιού μου έχουν αρχίσει και ξεθωριάζουν. Εκπληρώσανε το σκοπό τους. πολλές οι πλάτες που ακουμπήσανε πάνω τους. Την τίμησα κι αυτήν κι όλη της την προίκα. Μας είπαν ότι πέθανε στο ίδρυμα από προχωρημένη μετάσταση του καρκίνου. Δεν θα ξεχάσω την απόγνωση στο βλέμμα της όταν μου περιέγραφε αυτό που την αρρώσταινε πραγματικά. «Με σήκωσαν στον αέρα, με πέταξαν σ’ ένα μεταλλικό κρεβάτι, έπειτα έδεσαν τα πόδια και τα χέρια μου με χοντρούς δερμάτινους ιμάντες, βγήκε ένας ήχος απ’ το στόμα μου που δεν είχα ξανακούσει, μισός βογκητό, μισός ουρλιαχτό, μετά βίας έμοιαζε ανθρώπινος και πολύ τρομαχτικός. έπειτα ξαναβγήκε ο ήχος, αναγκασμένος, από τα βάθη της κοιλιάς μου γδέρνοντας το λαιμό μου. Πέρασα ώρες στην απομόνωση δεμένη χειροπόδαρα και μ’ έναν ιμάντα να σφίγγει το στήθος μου». Μου τα έλεγε εκείνο το καλοκαίρι του 1989, κοιτώντας τη θάλασσα του Μακρύγιαλου.

Το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού της, Αχιλλέα, η θεία Αθηνά δεν τον πρόλαβε, δεν είχε καν γεννηθεί. Ήταν ο θάνατος του Αλέξανδρου που ράγισε την καρδιά της. Η ίδια ήταν τότε στα δεκαέξι της, ένα χρόνο πριν τον αρραβώνα της με το Θόδωρα, φίλου του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος, παλικάρι είκοσι ενός χρόνων, μετανάστευσε στη Μελβούρνη. Λίγους μήνες μετά σκοτώθηκε σε ατύχημα. Δεν το άντεξε η Αθηνά. Δεν ήξερε πώς να θάψει τόσα αισθήματα σ’ ένα κενοτάφιο. την έπνιξαν.

© 2023 διαδικτυακή δημιουργική γραφή. All rights reserved.