Σπάνια η Ειρήνη μου τηλεφωνούσε. Ήταν το παράπονό μου παλιότερα. «Θα πεθάνω» της έλεγα «και δεν θα το μάθεις». Γέλαγε όπως μόνο η Ειρήνη γελά και πάντα απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. «Τίποτα δεν θα πάθεις. Μόνο θα γκρινιάζεις όπως τώρα για πάντα». Είχε μπει το 2008 με βοριάδες τρομερούς. Χειμώνας δύσκολος. Η θάλασσα στα λευκά της και οι χαρούμενες στιγμές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είχαν περάσει. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο αδιαφόρησα όπως συνήθως. Δεν μ’ αρέσει να μιλάω μ’ αυτό το πράγμα στ’ αφτί μου και καμία όρεξη δεν είχα για κουβεντολόι. Επέμενε με δεύτερη κλήση η είδηση. Βαρυγκώμησα έτσι από διαίσθηση αλλά απάντησα. «Θέλω να έλθεις στην Αθήνα», άκουσα τη φωνή της Ειρήνης. Πήρα το επόμενο πλοίο αφήνοντας πίσω μου τα πάντα, δουλειά, παιδιά χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν κάτι σοβαρό και ήταν σίγουρο. Ανέβηκα τις σκάλες του διώροφου σπιτιού της και χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένα άλλο πρόσωπο, σχεδόν άγνωστο απ’ τον πόνο. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν στο πρώτο της κοίταγμα. Με πήρε απ’ το χέρι και με έβαλε να καθίσω στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Ξεκίνησε να μιλά αργά και ήρεμα.
«Γιατί μιλάς σιγά», τη ρώτησα και προσπάθησα να σταθώ στο ύψος της περίπτωσης. Είχε αποφασίσει να μην πει σε κανέναν τι συνέβαινε. Ήθελε να τους προστατεύσει, να μην τους στεναχωρήσει. Έτσι έλεγαν τα χείλη της, γιατί η ίδια ήταν αλλού. Είχε λέει κι η Μαρίνα -η κόρη της- εξετάσεις, έλειπε κι ο Μάνθος σε μπάρκο -ήταν καπετάνιος, ο άντρας της- δεν ήταν και τίποτα τόσο σοβαρό, είπε. Φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι της και τα φρύδια της μισά κι όλη η όψη της αλαβάστρινη. Στα μάτια της βασίλευε το άγνωστο. Όσο μίλαγε και μίλαγε για ώρα πολύ, όλο και χαμογελούσε κι άναβε ένα ακόμα τσιγάρο ταξιδεύοντας από το τώρα στο χθες. Όταν γύρισε λέει απ’ το νησί έγιναν όλα πιο σοβαρά. Καιρό πριν είχε προσέξει πως έπεφταν τα μαλλιά της και πως γύμνωνε το σώμα της απ’ όλες αυτές τις τρίχες που χρόνια τώρα προσπαθούσαμε κι εκείνη κι εγώ να τις αφανίσουμε με χιλιάδες τρόπους. «Αλωπεκία (ή αλωπεκίαση) είναι η νόσος εκείνη η οποία προέρχεται από την γενικευμένη ή κατά τόπους απώλεια τριχών της κεφαλής ή και του σώματος. Φυσιολογικά το 90-95% των τριχών βρίσκεται στην αναγενή φάση. Οποιαδήποτε διαταραχή στην αναγενή φάση ανάπτυξης της τρίχας προκαλεί την αναγενή μορφή αλωπεκίας. Η μορφή αυτή παρατηρείται κατά τη χρήση χημείο-θεραπευτικών ουσιών και ακτινοβολίας για κακοήθη νοσήματα.»
Μου έδωσε τη γνωμάτευση του γιατρού της που έγραφε από τι πάσχει και στη συνέχεια, της έδινε οδηγίες αντιμετώπισης του προβλήματος. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει κι έτσι αμήχανη όπως ήμουν έβαλε σκοπώ να με ησυχάσει με το να μου εξηγεί το μαρτύριό της λες και μίλαγε για κάποιον άλλον άνθρωπο και όχι για εκείνην την ίδια. Γιατί ήταν μαρτύριο αυτό που ζούσε ένα χρόνο τώρα, μόνη της αναζητώντας την αντιμετώπιση της αρρώστιας της. Ο καρκίνος είχε χτυπήσει και τη δική της πόρτα τους τελευταίους έντεκα μήνες κι εκείνη στωικά είχε αποφασίσει να συμπεριφερθεί με ηρεμία και σύνεση. Έτσι μου είπε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Κουράστηκα» μου είπε «και φοβήθηκα και σε φώναξα γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί πια. Θα σου πω όλη την αλήθεια για να μπορείς αν χρειαστεί να τους εξηγήσεις και να τους ησυχάσεις πως ήξερα απ’ την αρχή τα πάντα και επέλεξα το πιο καλό για μένα και για ’κείνους». Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα άκουγα. Πού έβρισκε αυτό το τόσο δα πλάσμα τόση δύναμη. Ποια αγάπη την οδηγούσε σ’ αυτήν την καλοστημένη θεατρική παράσταση. Θύμωσα, τη μάλωσα γιατί μ’ άφησε τόσο καιρό μακριά της στα δύσκολα και μετά την πήρα αγκαλιά και της υποσχέθηκα τα «πάντα» κι αποκαμωμένη, εγώ όχι εκείνη, αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά της, να με νανουρίζει σα μάνα μου και να με παρηγορεί επαναλαμβάνοντας πως «όλα θα πάνε καλά» και να μη φοβάμαι.
Ο χρόνος άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του από εκείνη τη στιγμή. Τελείωσαν οι ερωτήσεις έμεινε μόνο η σκιά μου, διακριτικά δίπλα της να σέβεται την απόφασή της. Την ακολουθούσα όπου απαιτούσε το πρόγραμμα της θεραπείας, χωρίς να μιλάω, χωρίς ν’ αποφασίζω. Και δεν ήταν καθόλου εύκολη όλη αυτή η διαδικασία μια κι έπρεπε να συναγωνιστώ, αν είναι ποτέ δυνατόν, τη δύναμη της ψυχής της, το θάρρος και την ελπίδα της, την ανάγκη της για επιβίωση που είχε να κάνει στ’ αλήθεια, μόνο με τις αγάπες της και τον πόνο που δεν ήθελε με καμία δύναμη να τους χαρίσει.
«Αν δεν υπήρχαν εκείνοι θα άφηνα το σώμα μου να οδηγηθεί στον επόμενο σταθμό του. Έχω ζήσει όμορφα δεν θέλω να χάσω την αξιοπρέπεια μου μέσα στον πόνο και στα υποκατάστατα ζωής». Έτσι έλεγε και με κράταγε ξύπνια μέχρι τις πρωινές ώρες να μιλάμε για τις κοινές μας στιγμές, για τις βλακείες και τις επιτυχίες μας, για τους έρωτες και τις αγάπες μας, για τα σχολειά μας και τα ταξίδια μας, με μια δύναμη στα λόγια και τα μάτια της. Την πείραζα και κράταγα σημειώσεις για όσα έλεγε απ’ το «μετερίζι του πόνου». Μας έβρισκε το πρωί στην αναμονή ενός ακόμα κακού. Ένιωθα συχνά πυκνά το θάνατο να μας πλησιάζει με τη μάσκα της ελπίδας σαν να θέλει να μας ξεγελάσει κι αναρωτιόμουν αν είναι αλήθεια όλο τούτο ή ένα κακό πολύ κακό όνειρο.
Το επόμενο πρωί θα έμπαινε πάλι στο χειρουργείο. Ήταν η τρίτη επέμβαση στην οποίο θα υποβαλλόταν μέσα στις οκτώ ημέρες που ήμουν κοντά της κι είχε κάνει όλες τις προετοιμασίες της. Φόρεσε από βραδύς την κίτρινη νυχτικιά της και τα ασορτί κίτρινα καλτσάκια της. Καθάρισε το πρόσωπό της με γαλάκτωμα Nivea, ξέβαψε τα κόκκινα νύχια της και στο τέλος παίξαμε το «μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά» σε δύο μαργαρίτες για να πάει γούρι. Κι όταν σε μένα βγήκε «δεν μ’ αγαπά» γέλασε και μ’ εκείνες τις καταπληκτικά γρήγορες κινήσεις της την πέταξε παραπέρα λέγοντας «λάθος, λάθος έκανε Αγάπη. Και φυσικά σ’ αγαπώ».
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Τράβηξα την καρέκλα μου κοντά στο παράθυρο κι αφέθηκα να περπατήσω στο σκοτάδι και στους δρόμους που χαράζει το φεγγάρι. Ήταν πανσέληνος. Ολοστρόγγυλη η ελπίδα μου για ’κείνη. Κι εκεί που του ’λεγα τα μυστικά μου και τα παράπονα όπως παλιά στα νιάτα μας και τις επιθυμίες μου όλες για την Ειρήνη και το καλό της. Εκεί και χάθηκε, ναι, χάθηκε το φεγγάρι. Άνοιξα τα μάτια μου πιο καλά αλλά τίποτα. Πάγωσα. Κόπηκε η ανάσα μου. Το φεγγάρι εξαφανίστηκε απ’ τη ματιά μου, απ’ τον ουρανό. Σηκώθηκα όρθια και το ’ψαξα, αριστερά, δεξιά στο κομμάτι τ’ ουρανού μέσα απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου μα τίποτα. Πού να μιλήσω και σε ποιόν να πω πως σκοτείνιασε η πλάση ολόκληρη με μια λάμψη σαν αστραπή, σαν έκρηξη και μετά τίποτα, σκοτάδι. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μπας κι έβλεπα όνειρο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μείνω εκεί και να προσπαθήσω να συνέλθω απ’ το μούδιασμα. Παραπάτησα, σύρθηκε η σιδερένια νοσοκομειακή καρέκλα μου και ενόχλησε τα κορίτσια του θαλάμου. Η Ειρήνη, ούτε που την είχα πάρει είδηση, είχε φορέσει τις ασορτί πουρνουζένιες παντοφλίτσες της κι είχε έλθει κοντά μου.
«Τι συμβαίνει» με ρώτησε πιάνοντας με απ’ τον ώμο.
«Το φεγγάρι εξαφανίστηκε», της είπα με τα χείλη μου να συλλαβίζουν τις λέξεις για να μην κάνω φασαρία ή γιατί η φωνή μου δεν έβγαινε, δεν θυμάμαι, και τα μάτια μου γουρλωμένα να απορούν.
«Ειρήνη, χάθηκε απ’ τον ουρανό το φεγγάρι, σ’ ένα δευτερόλεπτο, το κοίταζα και ξαφνικά… το απόλυτο σκοτάδι, κοίτα!»
«Ησύχασε» μουρμούρισε, «έλα μην ενοχλούμε και τα κορίτσια».
Γύρισα και την κοίταξα ζητώντας της συγνώμη. Αντί να την φροντίζω εγώ να βρίσκομαι στην φροντίδα και στη θαλπωρή της.
Πέρασε η νύχτα κι η μέρα βρήκε την Ειρήνη νικήτρια για μια φορά ακόμα. Ξύπνησε και συνέχισε να ελπίζει πως η κάθε δυσκολία της θα της χαρίζει κι άλλη μια χαρά. Όλος ο θάλαμος είχε καρφώσει τις ελπίδες του επάνω στα λόγια της. Ήταν ο καλός τους άγγελος μ’ αυτήν την ζωηράδα ζωής και χαράς που τη συνόδευε στην κάθε της κουβέντα.
Μάζεψε τα πράγματά της με την πρέπουσα επιμέλεια και γυρνώντας στο σπίτι είδαμε το ίδιο βράδυ μαζί το φεγγάρι πάλι στη θέση του, μικρό αυτή τη φορά, νεογέννητο, αλλά εκεί να φωτίζει τη νύχτα. Γέλασε όμορφα, όπως μόνο η Ειρήνη ξέρει να γελάει, και μου μουρμούρισε για άλλη μια φορά στ’ αφτί ότι προχθές, το φεγγάρι δεν είχε χαθεί απ’ τον ουρανό, ότι το φεγγάρι ποτέ δεν φεύγει απ’ τη θέση του, ότι αν φύγει θα χαθεί ο κόσμος όλος απ’ τη λύπη του κι άλλα τέτοια ρομαντικά και τρυφερά λόγια. Απλά μερικές φορές μας κάνει κόλπα και κρύβεται κι άλλες πάλι τη θέση του παίρνει κάποια στρογγυλή λάμπα του φωτιστικού της λεωφόρου. «Θυμάσαι;» Γέλασε όπως μόνο εκείνη ήξερε κι εγώ έμεινα άλαλη μπροστά της, να προσπαθώ να σκεφτώ τα λόγια της.
«Ήσουν τόσο κουρασμένη που μπέρδεψες το φεγγάρι και τα όνειρά μας, τις ευχές και τις αγωνίες σου με κάτι άλλο ολοστρόγγυλο. Για λίγο είχαμε διακοπή ρεύματος, αυτό ήταν όλο και πόσο τρόμαξες και πόσο με τρόμαξες, αλλά τι να σου πω εκείνη την ώρα. Ήταν κι αργά κι έπρεπε να κοιμηθούμε. Ευτυχώς πέρασε κι αυτό. Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι, έτυχε. Μια οφθαλμαπάτη γέννησε ένα ακόμα παραμύθι».