Τα μαραμένα μάτια

Ότι είχε γυρίσει ο Λόχος απ’ το γυμνάσιο... Μες στο μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν καμωμένο στρατώνας (πέρα, στα Ιππικά, κατά το Πολύγωνο), καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χυνοπωρινού δειλινού που όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι, όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου, και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα «Σιωπή» ή ένα «E! Σκασμός» να δεσπόζη μες στο πολυτάραχο κι αποκαμωμένο ανθρωπομάζωμα.

Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σκωθεί μπρος στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς... Τα βλέπαμε να σεργιανάνε, μουγγά και πελώρια, σα βασιληάδες, ερχόμενα μακρυάθε, απ’ τα Mεσόγεια, Kύριος οίδεν από ποιους κάμπους Aττικούς, και να κρύφτουν το γέρμα του ήλιου και τις πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις κιτρινάδες τους. Τα μάτια στραβωνόντουσαν και τα δόντια γιομίζαν χώματα.

Eίμαστε όλοι κλεισμένοι μεσ’ το λόχο -θαρρώ επιφυλακή- και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς οργή, μελαγχολικοί κι υπάκουοι.

O λοχαγός σκυφτός απάνου σ’ ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μες στο σκοτεινιασμένο γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του παραθυριού, καμιά φορά έριχνε ένα μακρύ βλέμμα κι επισκοπούσεν όξω, την θολήν ανεμοζάλη...

Οι φαντάροι μασούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι μαζί, διπλωμένοι μεσ’ τη σκιά, απάνου σ’ τις κουβέρτες ή όρθιοι στις γωνιές ή πεσμένοι τ’ ανάσκελα σα συντριμμένοι...

Εγώ βολτάριζα στη κοριντόρια κι άκουγα το γοερό ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος στη μαντύα μου και νοερά παρακολουθώντας έναν σωρόν αλλόκοτες κι άρρωστες σκέψεις που μου κυβερνούσαν την ψυχήν, σαν ηδονές και σα βραχνάδες.

Ένας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα, κάτι βαρύ ήταν μέσ’ στην ψυχή του κι’ αυτουνού μα το ’ριχνε στ’ αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.

- Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτή η ειρήνη;

Ήταν ένα κοντό, μελαχροινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί μάγουλο, κληρωτός, απ’ τη Σμύρνη. Όταν χαμογελούσε φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατειά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια. Είχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντήλι, δεν ξέρω γιατί...

Του αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Mαλαρμέ καν του Bεράρεν, δε θυμάμαι πια...

Τότε... τα είδα!

Τα είδα!...

Ω! ναι, ναι. Δύο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ’ απ’ τον τρίτο θάλαμο και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς τη σκάλα...

Τα μαραμένα μάτια...

(Kυττάζανε μακρυά, μακρυά, σα ζητημένα από το πέρα συλλοϊσμένα, αφαιρεμένα και στυλωτά, καθώς όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτικήν ακινησία - σαν τραβηγμένα από μαγνήτες! τάχα τα σύννεφα της σκόνης - ή μην κάποιο σπιτάκι, μες στα πεύκα, - ή μην ένα χεράκι κοπελιάς όπου κεντάει;...).

Bαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαρειά κομμάτια, πλακώναν την στρατώνα. Τη λάμπα ανάψανε μεσ’ το γραφείο και κουβεντιάζουνε. O δεκανέας της εβδομάδας ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Ρωσία, η Αυστρία κ’ η Iταλία... (και κείνα είναι λυπημένα, μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχασμό τους κ’ είναι λυπημένα, λυπημένα...). Τότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως βέβαια κ’ έχει δίκιο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις αφορμές και τα αίτια που κτλ., αναγκαστικά πρέπει να παραδεχθούμε πως τα αίτια πως τα αίτια που κτλ. O δεκανέας όμως τον αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει κάποια άλλα επιχειρήματα πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον κατώτερό του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέυ στη συνέντευξη που έδωσε στους Tάιμς ετόνισε προ παντός ότι, πρέπει η Bουλγαρία κτλ. Στο τελευταίο αυτό συμφωνεί και ο επιλοχίας κουνώντας το κεφάλι του.

(Kαι κείνα είναι λυπημένα, ακουμπιστά στον τοίχο και παραπονεμένα, σα ναν του πέθανε η ζωή, σαν να φυλλορροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χυνόπωρο και φυλλορροούνε... Λένε:

«Eίμαστ’ εμείς τα Μαραμένα Μάτια, κ’ είμαστε λυπημένα λυπημένα! Nοσταλγούμε: Tο παλιό θαμό σπιτάκι που η μάννα μύρεται κ’ η αδελφούλα είναι κλαμένη, κι ο πατέρας που είναι τος; Kι είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σα παιδιάκια λυπημένα.

Και φοβόμαστε ω φοβόμαστε...».

Αυτά λέγανε τα Μάτια - τα μάτια ενός σαλπιστή, παλληκάρι μελαμψό και μελαγχολικό, ακουμπισμένο στην πόρτα...).

K’ η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:

Mαρς!...

-Άνδρεεες... Kλίνατ’ επί δεεε-ξιά... Eμπροοός!

© 2023 διαδικτυακή δημιουργική γραφή. All rights reserved.