Τι ώρα είναι; Οκτώ και τέταρτο συλλάβισε η μαία. Το φθόριο φώτιζε το μικρό λευκό δωμάτιο. Αμήχανη, γυμνή, ξαπλωμένη με τα πόδια μου ανοιχτά. Ακούγονται από παντού κραυγές πόνου κι εγώ μόνη μαζί σου. Απέναντί μου ένα τεράστιο ρολόι. Μετράω το λεπτό σε εξήντα δεύτερα, ξανά και ξανά και σε περιμένω.
Εννέα παρά είκοσι το πρωί. Δώδεκα ώρες σε περιμένω. Άργησες. Λευκές μπλούζες και χειρουργικά εργαλεία. Ξαφνικά ακούω το κλάμα σου. Δεν θυμάμαι την επόμενη στιγμή. Κινήσεις μπερδεμένες. Το ρολόι δεν είναι πια απέναντί μου. Ένα κλάμα πρωτάκουστο στ’ αυτιά μου, μια ζεστή θαλπωρή κι αίμα. Μετά ένα άγγιγμα στην κοιλιά κι ένα νυστέρι να κόβει τον ομφάλιο. Και μετά τα μάτια σου. Σκούρα, θολά, να καρφώνονται στα δικά μου. Πόσο μικρός κι όμορφος είσαι στ’ αλήθεια. Σε ξέρω από καιρό, μουρμούρισα. Καλωσόρισες.
Κι εγώ σε ξέρω από πάντα. Είσαι η μάνα μου.
...
Επέστρεψα στο άσυλο ψυχοπαθών. Εδώ μένω. Βρήκα την πόρτα και μπήκα. Είχα χαθεί μες στο λιοπύρι. Το κινητό μου βουβό. Περίμενα να μου τηλεφωνήσει ο Αντρέας. Ο φύλακας μοίραζε την αλληλογραφία. Βρυχήθηκε να πάρω τα δικά μου. Τα πέταξα στα μούτρα του. Τι με νοιάζουν εμένα πια τα γράμματα.
Μου είχε υποσχεθεί ένα καλοκαιρινό ρολόι. Δεν το αγόρασε ποτέ. Έφυγε την Άνοιξη. Με κατηγόρησε πως ήμουν ερωτευμένη με το παιδί μου. Είμαι.
Σήμερα το πρωί, στο Hondos άκουσα τα βήματά τους πίσω μου. Ήταν με το γιο μας. Δεν του άρεσαν τα παιδιά. Όμορφο το αγόρι μου. Δεκαπεντάχρονο και σαν να μην με αναγνωρίζει πια. Στις κυλιόμενες σκάλες, περάσανε δίπλα μου. Ο Αντρέας μ’ άγγιξε φευγαλέα. Μου φάνηκε πως τον άκουσα να λέει «καλημέρα». Χαμογέλασα. Θα με συγχωρέσεις; του ψιθύρισα. Κοίταξε το ρολόι του κι έσφιξε οργισμένος τα χείλη.
Μάντεψα την απάντησή του. Μιλήσαμε, όπως πάντα, χωρίς λόγια. Ήθελα λίγο νερό. Ο γιος μας μεγαλώνει. Φορούσε ένα στενό μπλουζάκι κι ένα όμορφο ρολόι. Περπάτησα και σκέφτηκα πολύ. Στ’ αυτιά μου τα λόγια του. «Υπέγραψες το χαρτί του δικηγόρου;» Θυμάται άραγε το καλοκαίρι στις Σπέτσες;
Ο θυρωρός με φώναξε και συνήλθα. «Ένα συστημένο, τυχερούλα.» Ήταν ένα καλοκαιρινό ρολόι. Είμαι κουρασμένη. Θέλω μόνο τα σεντόνια μου, το γιο μου.
...
Αυγουστιάτικο μεσημέρι. Στο δωμάτιο η μυρωδιά του ιδρώτα του ξεπερνάει τη μούχλα της ζέστης. Κυλιέται πάνω στο κρεβάτι χωρίς σεντόνι. Μόνο ένα βρώμικο μαξιλάρι ταλαιπωρείται στα χέρια του. Το έχει αγκαλιά και είναι ίδιο με τα μάτια του. Όμορφα, σκούρα, σκοτεινά. Μοιάζει να ταξιδεύουν πάντα. Αλλιώς θα ήταν νεκρά, τυλιγμένα σ’ αυτό το βρώμικο, γαλάζιο μαξιλάρι. «Nα κουβεντιάσουμε λιγάκι;» τον ρωτάει η ψυχίατρος.
Τετάρτη απόγευμα. Το θερμόμετρο του διαδρόμου δείχνει το τίποτα και ο κλιματισμός επιλεκτικός. Ο όμορφος είναι ήσυχος. Ξηλώνει όπως κάθε μέρα το επόμενο φανελάκι. Ήρθε η μάνα του κι έκλεισε την πόρτα.
Όταν τελείωσε το επισκεπτήριο έσπρωξα την πόρτα και την είδα επάνω του γυμνή. Γυμνός κι αυτός. Νεκρά τα σκούρα μάτια. Άνοιξα την αγκαλιά μου να χωρέσει Είσαι η μάνα του, στρίγγλισα. Κι εκείνη μου απάντησε μ’ απάθεια, «το ξέρω από καιρό, εκείνος δεν το ξέρει».