Καταστρόικα

Βράδυ Σαββάτου, Μασσαλία, 5 Ιουλίου 2014. Μας χτύπησε σεισμός. Όπως το ζήσαμε, όσοι ήμαστε εκεί, ήταν σαν όλη η πόλη να σηκώθηκε στον αέρα για να καθίσει πάλι κάτω με γδούπο. Αμέσως μετά η γη κινήθηκε οριζόντια και σπίτια κι άνθρωποι πήγαν κι ήρθαν. Κόσμος χτύπαγε πάνω σε τοίχους, τοίχοι πάνω σε κόσμο, τα ψηλά κτήρια κουνιόνταν σαν τα κυπαρίσσια στον άνεμο. Ένα – ένα κοβόταν και γκρεμιζόταν. Δώδεκα πολυώροφα και πολλά μικρότερα γίνανε σωροί από τούβλα και πέτρες, τσιμέντο και γυαλί, σίδερα και ξύλα.

Στο λιμάνι, η μακριά προκυμαία των Quais κόπηκε στα τρία. Το νοτιότερο τμήμα της χάθηκε ολόκληρο και το μεσαίο έγειρε στο πλάι σα ναυάγιο κι έστεκε μισοχαμένο κι αυτό μες στο νερό με τ’ άλλο μισό απέξω, να δείχνει τον ουρανό. Μόνο το βορινό κομμάτι έστεκε ακόμα στη θέση του. Με το που βούλιαξε ο μόλος, πήρε μαζί του ένα σωρό πλεούμενα, που γέμισαν τη θάλασσα συντρίμμια. Η ίδια η θάλασσα αγρίεψε από το κούνημα κι ήταν σα να κόχλαζε μέσα σε ένα αόρατο καζάνι. Ανακατώθηκαν τα ρέματα. Τα κύματα έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν το πανικόβλητο πλήθος που βγήκε στους δρόμους. Ένα πλήθος έξαλλο, κατακερματισμένο, έρμαιο του πανικού, όπου ζωές σκορπισμένες ψάχνανε τα διάσπαρτα κομμάτια τους. Παντού ακούγονταν φωνές απόγνωσης, σπαραχτικές, βουτηγμένες στην οδύνη κάποιας τραγικής απώλειας.

Τρεις φίλοι, μια παρέα Ελλήνων, μόλις είχαν φτάσει. Ταξίδεψαν για να επισκεφτούν ένα φιλικό τους ζευγάρι, Έλληνες επίσης, που έμεναν εκεί μόνιμα. Φτάσανε το απογευματάκι και μόλις που πρόλαβαν να ξεφορτώσουν τις αποσκευές και να κάνουν μια βόλτα στο λιμάνι. Το μέρος ήταν ανοιχτό, δεν κινδύνευσαν, αλλά ο νους τους πήγε στο ζευγάρι που είχε μείνει στο σπίτι, μια παλιά πέτρινη, διώροφη κατοικία. Τρέξανε. Τίποτα δεν είχε απομείνει όρθιο.

Η Ελένη γύρναγε χαμένη μες στα χαλάσματα. Με το που τους είδε ψέλλισε: «πάει ο Μάνος μου». Ο Μάνος ήταν περίεργος χαρακτήρας, αποφασιστικός, ίσως και λίγο παράτολμος. Την πήρε να φύγουν απ’ την Ελλάδα το 2010. Συνήθιζε να λέει: «Η Ελλάδα είναι τελειωμένη. Η κρίση τη γονάτισε. Τη χτύπησε τσουνάμι. Ξέρεις τι θα πει τσουνάμι; Έναν αιώνα θα κάνει να χτιστεί απ’ την αρχή. Ποιος ζει μέχρι τότε; Εμείς τ’ αποφασίσαμε, θα πάμε Νότια Γαλλία. Μασσαλία. Έλληνες τη φτιάξανε.» Όταν κουνήθηκε η πόλη, έτρεξαν να βγουν απ’ το σπίτι. Γύρισε πίσω την τελευταία στιγμή να πάρει μια ζακέτα της Ελένης. Δεν πρόλαβε.

Οι φίλοι ρίχτηκαν στα χαλάσματα μήπως τον βρουν. Τέτοιες δουλειές έπρεπε να τις κάνουν ειδικοί διασώστες, μα κάπου αλλού έψαχναν. Οι μόνοι που μπορούσαν να βοηθήσουν εκείνη τη στιγμή ήταν οι ίδιοι κι οι γείτονες. Έκαναν μια αλυσίδα και βάλθηκαν με τα χέρια να κουβαλάνε τούβλα και πέτρες και καδρόνια από ’κει που κάποτε έστεκε το σπίτι. Ένα – ένα τ’ αποθέτανε στο δρόμο. Η γυναίκα που στην αρχή τους κοίταζε βουβή, ανέβηκε σε λίγο στο σωρό και πότε σήκωνε καμιά πέτρα, πότε φώναζε τ’ όνομά του.

Οι ώρες πέρασαν έτσι, βασανιστικά, που μες στο σκοτάδι και τη φρίκη φαίνονταν μεγαλύτερες. Ώσπου η Ελένη που σήκωνε μια σπασμένη λεκάνη, έβαλε φωνή. Τα χέρια της λύθηκαν κι η λεκάνη κατρακύλησε σα ρόδα. Γύρισε αλλού να μη βλέπει, κουνώντας τα χέρια και μοιρολογώντας μόνη της «πάει ο Μάνος μου, εκεί είναι το χέρι του, μας χαιρετάει». Πράγματι, εκεί που έδειχνε, ένα μπράτσο ξεχώριζε μέσα από τα ερείπια, ακίνητο, με την παλάμη μισάνοιχτη, τα δάχτυλα λυγισμένα, υψωμένο σαν σε ύστατο χαιρετισμό.

Ο Μάνος ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Τολμηρός στις αποφάσεις του. Πέντε φορές άνοιξε μαγαζιά, κι άλλες τόσες τα ’κλεισε. Έλεγε συχνά: «όταν κάποιος έχει όλη την πληροφορία που χρειάζεται, η απόφαση είναι δουλειά μιας στιγμής. Αν καθυστερήσεις, κάποιος άλλος θ’ αποφασίσει για ’σένα». Είχε φύγει να γλυτώσει «την Ελληνική καταστρόικα» όπως την έλεγε. Και χάθηκε στο σεισμό της Μασσαλίας, το καλοκαίρι του 2014. Μια σειρά από λάθος αποφάσεις της στιγμής, οδήγησαν τελικά στην καταστροφή του. Φαίνεται, την κρίσιμη ώρα, η απαραίτητη πληροφορία δεν ήταν διαθέσιμη. Επίκεντρο, ένταση, διάρκεια, στατικότητα κτηρίων, δεν είναι άλλωστε ποτέ γνωστά εκ των προτέρων.

Ξημέρωσε σε μια νέα πόλη. Γνώριμα σημεία και φιγούρες διακρίνονταν. Οι σκονισμένοι κάτοικοι, λεροί και άθλιοι, με τα σκισμένα ρούχα, άυπνοι, στην πείνα και στη δίψα τους, χτυπημένοι, φόρτωναν μες στην ψυχή τους τον ήλιο που έλαμπε. Η Μασσαλία θα έκανε χρόνια να χτιστεί, απ’ την αρχή σχεδόν. Ο δήμος ανέγειρε μνημείο στο λιμάνι, με τα ονόματα νεκρών κι αγνοουμένων. Σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδες. Ένα από αυτά του Μάνου του Γεωργάρη. Πολλά πράγματα αλλάξανε εκείνο το Σαββατόβραδο. Κάποια άλλα πάλι, δεν θ’ άλλαζαν ποτέ.

© 2024 διαδικτυακή δημιουργική γραφή. All rights reserved.