Σημειώσεις
Σ’ ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Μέσα μια κυρία γύρω στα πενήντα. Κοντή, ένα μέτρο και πενήντα εκατοστά. Φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας. Είναι στο ταμείο κι έχει έντονο διαπληκτισμό με τον πωλητή, για το λογαριασμό της. Παίρνει το πορτοφόλι της και πληρώνει. Την απόδειξη, την πετάει στα σκουπίδια. Βγαίνοντας απ’ το μαγαζί, χτυπά την πόρτα δυνατά. Μετά από δυο ώρες τη συνάντησα στην τράπεζα όταν μια υπάλληλος της είπε πως τα γυαλιά της έδειχναν πως έχει πολλούς βαθμούς πρεσβυωπίας.
Υποκειμενική άποψη
Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Η μέρα κυλούσε ήσυχα. Δεν έβλεπα την ώρα να σχολάσω, να πάω στο σπίτι μου να ξεκουραστώ, ώσπου μπήκε στο μαγαζί μια κοντοστούπα παλιόγρια με κοκάλινες τζαμαρίες στα μάτια για να μου χαλάσει τη μέρα. Διαμαρτυρήθηκε γιατί θεωρούσε ότι της ήρθε αυξημένος ο λογαριασμός της. Τον κοίταξα και προσπαθούσα να της τον εξηγήσω, αλλά αυτή δεν έλεγε να καταλάβει. Κυρία μου, αν μιλάς με τις ώρες θα πληρώσεις παραπάνω. Τελικά πλήρωσε, πέταξε την απόδειξη στα σκουπίδια επιδεικτικά και γύρισε να φύγει μουρμουρίζοντας. Της είπα «ευχαριστώ» επειδή είμαι ευγενής, εκείνη, όμως, άνοιξε την πόρτα και την χτύπησε με δύναμη.
Άλλη υποκειμενική άποψη
Πήγα στο κατάστημα της περιοχής μου, να μου εξηγήσουν γιατί με χρέωσαν μ’ έναν τόσο ακριβό λογαριασμό. Αυτός ο αγενέστατος πωλητής, θέλησε να με εκνευρίσει. Μάλλον βαριόταν να δουλέψει και δεν μου εξηγούσε με σαφήνεια. Ήταν ειρωνικός. Τον απείλησα ότι με τέτοια συμπεριφορά θα χάσει τη δουλειά του. Δε γίνεται ένα παιδάκι να παίζει μαζί μου! Θα έπρεπε να σεβαστεί τα χρόνια μου. Μόνο για διαφημίσεις είναι καλοί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν άνοιξα την πόρτα για να φύγω με ειρωνεύτηκε ξανά. Τέτοια αποβράσματα! Δεν αξίζουν καν ν’ ασχολείσαι μαζί τους. Του βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα κι έφυγα. Και σα να μην έφτανε αυτό, αργότερα πήγα στην τράπεζα και η υπάλληλος μου είπε για την πρεσβυωπία μου.
Κι άλλη υποκειμενική άποψη
Άλλη μια βαρετή μέρα στη δουλειά. Λεφτά έπαιρνα, λεφτά έδινα, καταθέσεις, αναλήψεις, πολύς κόσμος. Ανάσα δεν μπόρεσα να πάρω. Μέχρι που μπήκε μια γνωστή μου, την είδα λίγο τσατισμένη. Με χαιρέτησε, έκανε την κατάθεσή της κι επειδή εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε άλλος από πίσω της, αποφάσισα να της φτιάξω το κέφι. Της έκανα ένα αστειάκι για την πρεσβυωπία της. Στην αρχή έδειξε να εκνευρίζεται, αλλά στη συνέχεια χαμογέλασε. Μου εξήγησε ότι λίγο πριν είχε έρθει σε αντιπαράθεση με έναν πωλητή κινητής τηλεφωνίας.
Χωριάτικα
Ετσέ μέσ’ του μαγαζί, μπήκ’ η γριά, αρκετά θυμουμένη. Τήραξε του πιδί, γιομάτη απουρία. Ντε μ’ λες γιόκα μου, δη μπόρηγα ν’ καταλάβω, τσί πράμα είν’ τούτο. Έντο για να εδείς, κι σύ, ν΄μου ξηγήεις. Ο άντρωπος τήραξε το χαρτί κ’ έκατσε ν’ τσε ορμηνεύσει. Ευτούνη φτού, αμοιδά ντε, καταλάβνε. Κι ετσέ, του πιδί, αλήθεια κι απ’ αλήθεια, ντεν’ θελε να τηνε πει τίποτ’ άλλο. Να τηνε’ κόψει περίδρομος, τσήπε τη θειά κι να πληρώσει. Κι δαύτη θυμουμένη τονε πλέρωσε, αλλ’ σαν του τραγί αντρηπήδαγε απ’ τα νεύρα τς. "Για τρα" κεί ίνα πιδί’ είπ’ θυμουμένη. "Α, να χαθείς απ’ κει χάμου". Κι ο νιός τσ’ απάντησε ετσέ. ‘Χάσου, φοράδα, ντε. Άι γκριμίσου, απ’δω. Κ’ η θειά κίνησε ν’ φύγει απου κείθενες. Τήραξε τονε, στυλιάρι θέλησε να του ρίξ’, αλλ’ χωρίς να πεi λέξη, κ’ βρόντησε την πόρτα. Στερνά τηνε είδα εισ’ απέρα, στ' τράπζα, να τηνε λέει η υπάλληλος, οτ’ είχε ματομπούκαλα.
Ισπανισμοί
Στο τιέντο μπήκε η μπιέχα. Ένα και μέδιο μέτρο άλτα. Μπουένας ντίας, είπε στο χόβενο και με το παπέλ της πήγε στο καχέρο. Πέρο πρώτα πρεγούντησε πορ κε ήρθε έτσι το ποσό. Αυτός, προσπάθησε να της εξπλικάρει, αυτή όμως δεν ετέντεε, κι έτσι ήρθαν σε αργουμέντο. Εκείνη τον πάγαρε και πέταξε στις μπαζούρες την απόδειξη. Κι έτσι, ιριτάδα καθώς ήταν, γύρισε την εσπάλδα της για να σαλίρει, αβιέρταρε την πουέρτα και την θέραρε με μεγάλη φουέρθα. Πουές την μίραρα στην μπάνκο να της αβλάρει η μουτσάτσα που τραβάχαρε εκεί για τα γκάφας της.
Αμερικανισμοί
Μέσα στο στόρε, μια όλντισσα με χέιτ ένα μέτρο κι ένα μιλκο, φορόντας γκλάσες στα άιζ, άσκησε από το κιντ να της εξπλινάρει τον μπίλ της. Αυτός τον λούκαρε και της γκίβαρε τις ινφορμάσιονς. Εκείνη δεν έκανε να αντερσταντάρει και του πούταρε τις φωνές. Σολουσιάνα δεν έβρισκαν και στα φινάλε έβγαλε το μάνι από το γουόλετ της. Του τα γκίβαρε, αλλά πέταξε τη ρεσίπτα στα γκαρμπάτζια. Άνγκρια καθώς ήτανε κλόζαρε την ντόρα με πάουερ καθώς λίβαρε. Λέιτερα την λούκαρα σε μια μπάνκα να της κάνει χιούμορ η οφισιάλα, λέγοντάς της ότι είχε φάτ γκλάσες.
Μάγκικο
Εισέρχεται η μαντάμ στο μαγαζάκι, να ερωτήσει να ούμε για τονε λογαριασμό της. Μια στούπα με τζαμαρίες στους οφθαλμούς. Πάει στον αλανιάρη τον ταμία και του μοστράρει τη χαρτούρα. Το παλικάρι της εξηγάει, έλα όμως που η αρχοντιά της δε νοεί. Κι εκεί αλαφιάζεται ο δικός σου, "στα εξηγώ ωραία", "άντε μάθε γράμματα" της ξηγιέται. Και γίνεται τούρμπο η δικιά σου, για να γίνει το σόσε. Η κυρία έβγαλε μετά το παραδάκι και του το ’δωσε. Απ’ τη μανούρα της πέταξε τα χαρτιά στον κάλαθο. Μεταβόλαρε να φύγει και την κοπάνησε την πόρτα η ρουφιάνα. Έπειτα τηνε κοζάρω ξανά στην τράπεζα, να τησε λέει η κοπελίτσα που εδούλευε εκεί, ότι ήτανε πρεσβύωψ.
Δεκαετία '80
Κοιτάξτε, βασικά να πούμε όλα άρχισαν όταν μπήκε η γριά στο κατάστημα. Μια τάπα που οι γυαλάρες της, είχαν βγει ήδη οφσάιντ. Την πέφτει στον ταμία, αλλά με ερωτήσεις που τον έστελναν. Αυτός συνεχώς την προσπέρναγε χωρίς φλάς και την καράφλιαζε. "Τι λες ρε τρίποντο" μη σε κάνω αφίσα στον τοίχο!’ Του λέει, για να της απαντήσει "τι λε ρε" οστεοφυλάκιο, μου την έχεις βαρέσει άσχημα, άντε βάλε ρόδες και τσούλα από δω. Η δικιά σου, σαλταρισμένη του ’δωσε τις χήνες, μεταβόλαρε και την έκανε από εκεί. Η φάση όμως δεν τελείωσε εκεί. Την ξαναβλεφάριασα στην τράπεζα κι έτσι για να γουστάρει η γκόμενα που δούλευε, της λέει για τις χοντροτζαμαρίες της κι έγινε μεγάλε, ή φάση!
Καθαρεύουσα
Εμπήκε η γριά εις το κατάστημα δια να ζητήσει τας εξηγήσεις εκ του πωλητή. Εκείνη ήτο περί του ενός μέτρου και πεντήκοντα εκατοστών και έφερε χονδρά οματογυαλιά. Απορίας πολλάς είχεν περί του λογαριασμού. Απάντηση όμως ικανοποιητικήν ουκ έλαβε. Ὁ νεαρός δεν της έδωσε να εννοήσει και μέγας καυγάς έλαβεν χώρα. Εν τη συνεχεία, τον επλήρωσεν, αλλά δεν εκράτησεν την απόδειξιν, παρά μονάχα έφυγεν και εβρόντησεν την θήρα. Όμως δεν ετελείωσαν εκεί οι ταλαιπωρίες της. Ύστερα την είδα εις τον τραπεζικόν κατάστημα να συνομιλεί με μία εκ των υπαλλήλων, η οποία την επρόσβαλλεν, ομιλούσα περί της πρεσβυωπίας της.