Αν κάποιος δει τον Νώντα όταν βγαίνει απ’ το πορτόνι του σπιτιού του θα παραπλανηθεί από την έκφραση του προσώπου του. Είναι σαν την αντίδραση ενός παιδιού που μόλις του έβαλε τρικλοποδιά το αλητάκι της γειτονιάς. Το βλέμμα του κακόμοιρο, ίδιο σαν τ’ αδέσποτου φοβητσιάρικου σκυλιού. Μένει μόνος. Κάθε πρωί ξυπνά, φτιάχνει ένα απολαυστικό πρωινό και φεύγει για τη δουλειά του. Με το που ανοίγει το πορτόνι του φορά μια μάσκα αγνότητας. Μπαίνει στο παλιό σεντάν του και οδηγεί τρεις ώρες. Ανάλογα ποια πόλη έχει τη σειρά της. Μακριά από τη πόλη του όπως και να έχει. Πάει τον έμαθαν εδώ. Το επάγγελμα του; Ζητιάνος.
Ο Νώντας είναι αυτό που λέμε επαγγελματίας ζητιάνος. Πηγαίνει κυρίως στις εκκλησίες και ζητά ελεημοσύνη. Στις μεγάλες εκκλησίες. Αλλά όχι μόνο. Στην ενήλικη ζωή του δεν ασχολήθηκε με κανένα υλικό και αυλό στοιχείο, ούτε και μ’ ανθρώπους ασχολήθηκε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να τρώει καλά και να διατηρεί αυτό το παρουσιαστικό. Η επιστήμη της ζητιανιάς απαιτούσε πονηριά. Έτρωγε καλά το πρωί και στα ρεπό του. Τις άλλες μέρες την έβγαζε με μαρούλι και τόνο. Έπρεπε να δείχνει ατροφικός και βρωμιάρης. Ευτυχώς το δεύτερο ήταν το μόνο εύκολο γι’ αυτόν, σιχαίνονταν το νερό και όλες αυτές τις συνήθειες των ντιντήδων όπως έλεγε. Γυναικείες δουλειές για έναν άντρα.
Η εμφάνιση του ήταν κάτι ανάμεσα σε βάτραχο και ποντικό. Άνθρωπο δε τον έλεγες. Ήταν κοντός και είχε μια καμπούρα που τον έκανε να φαίνεται ακόμα κοντύτερος. Οπότε όταν το βλέμμα σου έπεφτε πάνω του ξεκινούσες απ’ τα μαλλιά. Γκρίζα και αδύναμα. Κατελάμβαναν τη περιοχή του μισού μέρους του κεφαλιού. Το άλλο μισό η κατά κόσμον φαλάκραν ήταν σαν μάθημα γεωγραφίας, με οροσειρές, πεδιάδες στη μέση και ποτάμια από τον ιδρώτα του που κατέληγαν στα φουντωτά και σμιχτά φρύδια του. Προχωρούσες παρακάτω και αντίκριζες αυτά τα ψυχρά διάφανα σχεδόν κυανά μάτια. Τα μάγουλα του ήταν ένα συνοθύλευμα από τρίχες και ουλές, απομεινάρια απ’ τη παιδική του ηλικία. Η μύτη του ήταν γουρουνίσια. Τα ρουθούνια του μεγάλα σε σημείο που θα μπορούσες να βλέπεις το εσωτερικό των αν δεν υπήρχαν αυτές οι χονδρές τρίχες να πετάγονται σαν ζιζάνια. Το στόμα του μεγάλο που όταν το άνοιγε ήταν ορατά τα μαύρα χαλασμένα δόντια. Είπαμε οι καθαριότητες ήταν συνήθειες των ντιντήδων. Το βλέμμα σου αφού ξεπερνούσε τις οροσειρές, τις τρίχες, την υπέροχη μύτη, τα υπέροχα δόντια που άφηναν δροσερή ανάσα και το καμπουριασμένο κορμό κατέληγες στο μεγάλο του μυστικό.
Κάπου ανάμεσα στα δυο στραβά πόδια και στα χοντρά μπούτια του βρίσκεται η αδυναμία του. Η ανασφάλεια του. Στα δεκαπέντε του αγάπησε μια συμμαθήτρια του και από την επιθυμία του για ένωση την έσπρωξε στις τουαλέτες. Η κοπέλα, μοσχαναθρεμμένη κι αρκετά αναπτυγμένη για την ηλικία της, τον έγδυσε αφού είχε γδυθεί και η ίδια. Και εκεί συνέβη το απρόβλεπτο. Και η κοπέλα έφυγε αφού πρώτα του πέταξε: «Άι παράτα μας, ανίκανε!» Το νέο διαδόθη ταχέως σε όλο το σχολείο και το παρατσούκλι ανίκανος του έμεινε μέχρι το γυμνάσιο. Έκτοτε κλείστηκε στον εαυτό του. Δε μιλούσε σε κανένα και ούτε του μιλούσε κανένας. Κάποτε μετά από κάποιους μήνες κάποιο πουλάκι το λάλησε στο πατέρα του. Ο πατέρας του τον περίμενε μετά το σχολείο. Από τα νεύρα του έφυγε απ’ τη δουλειά του. Τον άρπαξε από το σβέρκο. Του σφαλιάριζε μέχρι που το παιδί έπεσε κάτω. Και τότε τον έφτυσε λέγοντας του: «Εγώ γιο ανίκανο δεν θέλω, πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;» Ο Νώντας δε πρόλαβε να πει τίποτα. Έκλαψε πικρά. Γιατί είχε δίκιο ο πατέρας του. Και η συμμαθήτρια του. Όσες φορές προσπάθησε μόνος του, δε κατάφερε τίποτε. Κλείστηκε για μια ακόμη φορά στον εαυτό του. Οι γονείς του σκληροί, άγριοι άνθρωποι. Δεν είχαν καιρό για ψυχανάλυση. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Κάπου στη διαδρομή τους πήρε αμπάριζα ένα φορτηγό και ο Νώντας απέμεινε μόνος. Όχι ότι τους αγάπησε και ποτέ. Αλλά έπρεπε να δουλέψει και να φάει. Αλλά πάντα το μόνο που ήξερε να κάνει καλά, ήταν να τον λυπούνται. Οι γονείς του μέχρι τότε. Γιατί όχι και οι άλλοι; Κι έτσι ξεκίνησε η σταδιοδρομία του στο επάγγελμα αυτό. Μόνος. Πάντα μόνος. Μίσησε τους πάντες. Άνδρες γυναίκες. Τους δε επειδή είχαν κάτι που εκείνος δεν είχε και τις δε γιατί δε μπορούσε να κατακτήσει. Οπότε τις έβλεπε από μακριά. Και τις φθονούσε.
Ο Νώντας περνούσε τα πρωινά του στη δουλειά, από τις οκτώ ως τις τέσσερις. Δημόσιος υπάλληλος. Όταν τελείωνε τη δουλειά πήγαινε σπίτι του. Στα ρεπό του έπινε, φούσκωνε τα πνευμόνια του θάρρος και το αίμα του οινίπνευμα και κινούσε για όλες τις κακόφημες γειτονιές με τα κόκκινα φωτάκια. Εκείνη τη Τετάρτη αποφάσιζε πως θα ήταν μια από εκείνες τις φορές. Άραξε το αμάξι μακριά και διέσχισε το δρομάκι. Στα χέρια του τρεμόπαιζε ένα μπουκάλι ούζο. Στο πρώτο που βρήκε χώθηκε μέσα. Απευθύνθηκε στη υπεύθυνη μανδάμ του μαγαζιού.
-Γεια σου, έρχομαι από μακριά και θέλω το καλύτερο σας κομμάτι.
Η μανδάμ τον περιέλουσε με καχυποψία και του είπε ότι θέλει να πληρωθεί πρώτα.
-Θέλω μπροστάντζα. εκατό ευρώ.
-Και γιατί εκατό ευρώ; Δε σου γεμίζω το μάτι; Αλλά σας ξέρω εσάς του είδους σας. Όλες Εύες είσθε.
-Φέρτε τα λεφτά αλλιώς δεν έχει φύκι-φύκι.
-Εντάξει. Αλλά θα είναι όλο το πακέτο;
-Βέβαια.
-Δηλαδή μου εγγυάσθε ότι θα περάσω καλά;
-Μπρίκια κολλάμε ρε φιλέ;
-Μάλιστα μανδάμ. Αν δε μείνω ευχαριστημένος όμως θέλω τα λεφτά μου πίσω.
Η μανδάμ του έγνεψε θετικά. Η κοπέλα που του προόριζε ήταν δυναμίτης. Όλη η Τρίπολη μιλούσε για τη Λόλα. Έχει σώσει η Λόλα γάμους και γάμους. Και αυτός ήταν εύκολη περίπτωση. Σιγά μη κολλούσε τώρα η Λόλα σε τέτοια ανθρωπάκια.
Τον οδήγησε το δωμάτιο.
Αυτός έπεσε πάνω της σαν θήριο μόλις έκλεισε την πόρτα. Τη φιλούσε με ύφος δεινού εραστή. Εκείνη σαν επαγγελματίας έκανε τα κόλπα της. Όταν έφτασε η ώρα της κρίσης εκείνη κοίταξε στα αχαμνά αλλά τίποτα. Εκείνος είδε το βλέμμα της. Ήταν αυτό που χρειαζόνταν.
Τα μάτια του πέταξαν φωτιές. Ντύθηκε κατευθείαν.
-Είσαι η πιο κρύα γυναίκα που έχω βρεθεί. Και έχω τόσες γυναίκες που με παρακαλάνε. Αλλά εγω ήθελα μια του είδους σου απόψε για να την κάνω να νιώσει λίγη ευχαρίστηση. Με τέτοιους άνδρες που θα έρχονται εδώ που να νιώσεις ευχαρίστηση. Για σένα το έκανα! Αλλά έχασες την ευκαιρία σου. Αφού δε ξέρεις, γίνε καλύτερα ζητιάνα! Γιατί μόνο να σε λυπάμαι μπορώ, να σε πηδήξω με τίποτα.