Στα ευτυχισμένα χρόνια της ελληνικής οικονομίας, ανάμεσα στο λοιπό πλήθος μεταναστών, η Μαρία και ο Κωνσταντίν, έβαλαν σε μια βαλίτσα τα ρούχα τους και κατέβηκαν στην Ελλάδα από τη Ρουμανία για να βρουν δουλειά σε ξενοδοχείο. Ήταν τότε πολύ συνηθισμένο να ζητούν τα ξενοδοχεία ζευγάρι αλλοδαπών που να θέλει δουλειά.
Η Μαρία ήταν μια μαυριδερή, σγουρομάλλα με χοντρά μπράτσα. Ο Κωνσταντίν ήταν ένας αδύνατος, ψηλός άνδρας. Στο πρόσωπο του έχασκαν βαθιές ουλές από την εφηβική του ακμή. Το βλέμμα του ήταν λάγνο και αγριωπό.
Στην Ελλάδα απέκτησαν ένα κορίτσι, τη Λουίζα. Έκτοτε η Μαρία απέκτησε τρεις δίπλες στη κοιλιά της και ο Κωνσταντίν ξεκίνησε να δίνει αλλού τον ανδρισμό του. Οι τουρίστριες ήταν ο στόχος του μιας και ήταν πολύ εύκολες όταν ήταν μεθυσμένες. Τι έκανε λοιπόν; Τις πότιζε φτηνή βότκα και τις πήδαγε. Σχεδόν κάθε καλοκαιρινό βράδυ.
Εκείνη τη μέρα η Μαρία είχε τα γενέθλια της. Έκλεινε τα τριάντα. Περίεργη ηλικία. Το δειλινό μετά το κλείσιμο του εστιατορίου μαζεύτηκε όλο το προσωπικό για να κόψουν την τούρτα και να της ευχηθούν. Ο Κωνσταντίν δούλευε αργότερα οπότε όλα έγιναν βιαστικά. Η Μαρία γύρισε στο δωμάτιο μαζί με τη Λουίζα. Έβαλε τη μικρή για ύπνο και κοίταξε το ρολόι. Ίσα ίσα που προλάβαινε να κάνει μπάνιο και να ετοιμαστεί για το γενέθλιο δώρο που της είχε υποσχεθεί ο άντρας της. Καυτό έρωτα.
Ο Κωνσταντίν είχε τελειώσει τη δουλειά του. Άγγιξε τα σφριγηλά οπίσθια μιας ξανθιάς αγγλίδας και την έσπρωξε προς τις γυναικείες τουαλέτες. Μύρισε την ανάσα της. Είχε πιεί αρκετά. Ήταν έτοιμη.
Η Μαρία περίμενε. Ο Κωνσταντίν είχε αργήσει κάμποση ώρα. Ίσως να έπινε καμιά μπύρα με τα παιδιά αλλά σήμερα ήταν τα γενέθλια της. Δε θα το ανέχονταν. Πήρε το δρόμο για το μπαρ. Ήταν μεστό από κόσμο. Ο Κωνσταντίν πουθενά. Κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Οι φωνές γνώριμες ακούγονταν από τις σκάλες.
Η Μαρία έτρεξε γρήγορα να δει αυτό που φοβόταν. Η πόρτα ήταν κλειστή αλλά η φωνή ήταν του Κωνσταντίν. Άνοιξε τη πόρτα. Γούρλωσε τα μάτια και μεμιάς έπιασε το μαλλί της αγγλίδας και την τράβηξε βιαίως έξω.
-Άστην κάτω! Φώναξε ο Κωνσταντίν.
Η Μαρία τη χαστούκισε. Η αγγλίδα μισόγυμνη ανέβηκε στις σκάλες. Ο Κωνσταντίν κοίταξε τη Μαρία ερευνώντας τη σκέψη της. Η Μαρία κοίταξε τη ξαναμμένη τουρίστρια. Τι φταίει αυτή, σκέφτηκε. Αυτός φταίει. Γύρισε το κεφάλι της. Η ματιά της τον κεραυνοβόλησε.
- Πάμε σε παρακαλώ μια βόλτα… είπε η Μαρία.
Ο Κωνσταντίν την ακολούθησε. Πέρασαν τον κεντρικό δρόμο και κατευθύνθηκαν στη παραλία. Άδεια.
Η σιωπή ήταν έντονη και τρομαχτική.
- Μαρία συγγνώμη.
-Πάρε αυτό και βάλτο… είπε η Μαρία και του έδωσε ένα προφυλακτικό.
Ήταν σα να του είχαν βάλει σφουγγάρι στο στόμα. Γδύθηκε βιαστικά και ανέβηκε επάνω της. Η Μαρία, ξαπλωμένη στην άμμο, βόγκηξε από ηδονή.
-Τώρα πάμε στο δωμάτιο μας. Σε συγχώρεσα… είπε η Μαρία, μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα.
Πήραν το δρόμο για το ξενοδοχείο. Η Μαρία περπατούσε αγέρωχη. Ο Κωνσταντίν είχε ηρεμήσει. Άδικα είχε φοβηθεί.
Άνοιξε τη πόρτα στο δωμάτιο τους.
-Ξάπλωσε κι έρχομαι, αποκρίθηκε η Μαρία.
Ο Κωνσταντίν πήρε ένα ποτήρι κρασί και ξάπλωσε. Τόση ένταση. Έπρεπε να ηρεμήσει. Η Μαρία πήγε στο δωμάτιο της Λουίζας και την πήρε αγκαλιά. Την πήγε στο δωμάτιο της Κυρά-Νίτσας που έμενε μόνη της.
Έκλεισε τη πόρτα. Είχαν μείνει μόνοι τους.
Η Μαρία πήρε τη μπουκάλα με το κρασί και ήπιε από το στόμιο. Ο Κωνσταντίν άνοιξε τα μάτια. Η Μαρία στέκονταν δίπλα του. Παρατηρούσε την γύμνια του.
-Μου βάζεις άλλο λίγο; Είπε ο Κωνσταντίν προτάσσοντας το ποτήρι του. Αντ’ αυτού η Μαρία ανέβηκε πάνω του και πλησίασε το μπουκάλι με το κρασί στο στόμα. Του άρεσε το κρασί. Το δροσερό κρασί κυλούσε στον ουρανίσκο του.
-Πιες το όλο… είπε η Μαρία αποφασιστικά.
Ο Κωνσταντίν είχε ξεκινήσει να πίνει από πριν. Ένεκα όμως του περιστατικού δε είχε τη δυνατότητα να φέρει αντιρρήσεις. Το ήπιε όλο. Και ένιωσε τα μάτια του βαριά. Ούτε καληνύχτα δε πρόλαβε να πει. Δεν είχε δύναμη.
Η Μαρία τον ξεσκέπασε. Η γύμνια του την άφησε αδιάφορη. Στα σκέλια του έχασκε ο ανδρισμός του. Άνοιξε το συρτάρι. Πήρε το ψαλίδι χωρίς σκέψη. Έπιασε στα χέρια της αυτό που προεξείχε.
Κάθε μέρα κι ένα ψέμα τέλος.