Η γυναίκα μου θ’ αργούσε να τελειώσει τη βόλτα της στην Καλαμάτα. Είχε βγει για ν’ αγοράσει βρεφικά ρούχα με τη μητέρα της. Ήξερα πως θα της έπαιρνε τουλάχιστον μια ώρα για να βρει όλα αυτά που ήθελε. Την περίμενα ήδη ένα δεκάλεπτο όταν η σερβιτόρα μου έφερε τον βαρύ ελληνικό καφέ. Ήπια μια γουλιά. Καλός, είπα. Έπιασα την τοπική εφημερίδα «Ελευθερία» και διάβασα το πρωτοσέλιδο. Είχα φτάσει στην δεύτερη σελίδα όταν με πλησίασε κάποιος. «Ρε Στέφανε, τι κάνεις;», με ρώτησε.
Τον κοίταξα ξαφνιασμένος. Καλά από πού με ξέρει αυτός, αναρωτήθηκα. Ήταν ένας άντρας πάνω κάτω στην ηλικία μου. Κοντός και παχουλός, καστανός στα μαλλιά και στα μάτια. Κάθισε στη διπλανή καρέκλα και τη γύρισε απέναντι μου. Η φυσιογνωμία του συμπαθητική μα όχι οικεία. Φώναξε τη σερβιτόρα και της ζήτησε ένα τσίπουρο. «Θυμάσαι που πίναμε το τσιπουράκι μας, μαζί με το γνωστό μεζεδάκι;», μου είπε γελώντας και μου έριξε μια σπρωξιά στον ώμο. «Να σου παραγγείλω κι εσένα ένα τσιπουράκι, να το πιούμε μαζί», με ρώτησε. «Όχι, ρε, δεν θέλω», του είπα φιλικά. Προσπάθησα να μιλήσω σαν κι αυτόν για να μην παραξενευτεί.
Καλά, όντως μου αρέσει να πίνω τσίπουρο με μεζεδάκι αλλά αυτός που το ήξερε; Καθόμουν και προσπαθούσα να θυμηθώ από πού τον γνωρίζω. Εικόνες της ζωής μου πέρασαν από μπροστά μου. Λες να είναι κανένας μακρινός μου ξάδερφος; Όχι, δεν είναι. Μήπως τον γνωρίζω απ’ το σχολείο, το φροντιστήριο, το πανεπιστήμιο, το στρατό. Μπα, δεν μου λέει τίποτα. Μήπως είναι κανένας συγγενής της γυναίκας μου, σκέφτηκα. Αλλά πού ξέρει αυτός ότι πίνω τσίπουρο; Όχι, αποκλείεται. Εκτός απ’ τους κοντινούς της συγγενείς, που τους ξέρω όλους, οι άλλοι δεν ξέρουν ούτε πώς πίνω τον καφέ μου. Πίναμε μαζί τσιπουράκι… για κάτσε ρε φίλε, αυτό πάει να πει πως τον γνωρίζω απ’ το λύκειο και μετά, που έβγαινα περισσότερο κι έπινα. Πιο παλιά δεν γινόταν αυτό, όντως. Γέμισε το ποτήρι του μισό νερό και μισό τσίπουρο και ήπιε τουλάχιστον το ένα τρίτο.
«Θυμάσαι τον Λοχαγό μας, τον Κώστα Πετανίδη. Πόσο περίεργος και στερημένος ήταν.»
«Ναι, όντως, δεν μας άφηνε να κάνουμε ρούπι, ο μαλάκας!», Όντως αυτός ήταν Λοχαγός μας.
«Τι, έγινε μ’ αυτόν. Έχεις κανένα νέο του», τον ρώτησα.
«Πέθανε».
«Άντε, ρε. Εκείνο το θεριό που περπάταγε κι έτρεμε ο τόπος απ’ το βάρος του.» Άρα με ξέρει από τον στρατό, σκέφτηκα. Και συγκεκριμένα τον τελευταίο χρόνο που είχα αυτόν τον Λοχαγό.
«Τι ωραία που περνάγαμε, τότε ρε γαμώτο», είπα και περίμενα να συμπληρώσει κάτι μήπως και καταλάβω ποιός είναι.
«Ναι, είχαμε και την Κωνσταντίνα Σταματίου. Αυτή τη θυμάσαι», μου κάνει κλείνοντάς μου το μάτι συνθηματικά. Και κάνοντας μια περίεργη κίνηση με τα χέρια του.
«Τη θυμήθηκα! Πώς να ξεχάσω την πιο ωραία γυναίκα στο στρατό. Πάλι καλά που είχαμε κι αυτήν και θυμόμασταν τι πάει να πει γυναίκα», συμπλήρωσα. Ήταν λοχίας στη μονάδα μας, στο 2ο γραφείο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα. Ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή.»
«Είχες παρατηρήσει πως δεν φόραγε σουτιέν ποτέ της, η άτιμη.»
«Ναι, όλοι το είχαμε προσέξει.»
Αυτή δεν φόραγε ποτέ σουτιέν και το καλοκαίρι που ίδρωνε κόλλαγε η στολή πάνω της. Όλοι στο στρατό ξέραμε πως ήταν η γκόμενα του Λοχαγού αλλά είχε πάει και με κάποιους στρατιώτες.
«Άστα τώρα αυτά, για πες μου τι έκανες στη ζωή σου», με ρώτησε.
«Ένα χρόνο αφού απολύθηκα απ’ το στρατό τελείωσα μια Σχολή Λογιστών κι έπιασα δουλειά ως Λογιστής σε μια πολύ καλή εταιρία. Εσύ τι έκανες», τον ρώτησα.
«Εγώ με το που πέρασα τη καταραμένη πόρτα του στρατού έπιασα δουλεία σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων ως βοηθός. Ερωτεύτηκα την κόρη του ιδιοκτήτη. Μετά από λίγο καιρό τα φτιάξαμε και παντρευτήκαμε. Κάναμε και δυο κουτσούβελα. Τα έχω και την παιδεύουν κι έτσι μπορώ και ξεφεύγω για καμιά γκομενίτσα. Ο πατέρας της πήρε σύνταξη κι εγώ τώρα κάνω ό,τι θέλω στο μαγαζί. Εσύ τι έκανες, παντρεύτηκες μ’ εκείνη τη Ντίνα που τα είχες», με ρώτησε.
«Μπουμπούκο μου, τελείωσα τα ψώνια. Έλα πάνε να φύγουμε γιατί μου ήρθε και μια λιγούρα…»
«Ποιά είναι αυτή ρε; Σε λέει και Μπουμπούκο της», είπε ο άλλος γελώντας.
Η γυναίκα μου μόλις είχε επιστρέψει και στεκόταν από πάνω μας.
«Α, να σας συστήσω, από ’δω η γυναίκα μου. Από δω ο…», πριν ακόμα πω το όνομα του, που δεν θυμόμουν, εκείνος πετάχτηκε και είπε: «Καλά ρε φίλε άφησες το μοντέλο τη Νάντια γι’ αυτήν. Α, κατάλαβα, θα το φυσάει.»
Έγινα έξαλλος, τον άντεξα τόση ώρα αλλά ως εδώ. Σηκώθηκα όρθιος.
«Ποιός είσαι εσύ που θα μιλήσεις έτσι για τη γυναίκα μου. Και στην τελική πώς σε λένε; Γιατί δεν σε θυμάμαι.»