Αχ πόσο βαριέμαι, έχω να διαβάσω, να γράψω κι εγώ όρεξη δεν λέω να κάμω. Τι πειράζει όμως, ακόμα είναι νωρίς το απόγεμα, έχουμε καιρό. Ως που να νυχτώσει... μα τι λέω άμα νυχτώσει βράσε ρύζι, θ’ αρχίσει η τηλεόραση και πάλι θα τα φορτώσω του πετεινού, αυτό μου λέει συχνά πυκνά ο κύρης μου.
Μα για κοίτα απέναντι, ο Παναγιωτάκης ο «έτσι», έτσι τον αποκαλούσανε στην γειτονιά και κάνανε μια γυναικεία κίνηση, μαζί η κυρία Σοφία, η κυρά Γαλάτεια και η σπαστική κυρά Μυροφόρα. Κάθονταν όλες μαζί, κάνανε εργόχειρο ή πλέκανε, μη εξαιρουμένου και του κυρίου Παναγιωτάκη που προτιμούσε το πλέξιμο και κουβεντιάζανε στο «στενό» κάτω από το μεγάλο κυπαρίσσι. Άμα βαριέσαι, καλύτερη «δουλειά» είναι να παραφυλάς, να κάνεις τον ανήξερο και να κάνεις χάζι τις κουβέντες των μεγάλων. Έχουνε πλάκα σαν τα παραμύθια και καλύτερα, τι «μαγειρεύουνε» άραγε, πρέπει να βρω τροπο να πλησιάσω, να μάθω.
Α! λέω μέσα μου για την πονηριά μου, το βρήκα! Θα κάμω ότι δήθεν ζωγραφίζω ένα ελεύθερο θέμα που δήθεν μας έβαλε ο δάσκαλος. Και πιο είναι το θέμα που διάλεξες αγόρι μου; Γιατί σίγουρα θα ρωτηθώ από κάποια πονηρή και περίεργη κυρία. Ε βέβαια, το καμπαναριό της εκκλησίας του Αϊ-Νικόλα απέναντι! Α χα, έκανα, για την ευρηματικότητα μου! Στο μάνι - μάνι πέρνω το τετράδιο ιχνογραφίας, ένα μολύβι και ξεκινάω για να πλησιάσω όσο πιο κοντά και ν’ ακούσω τι αρλούμπες λέγανε. Σιγά - και διακριτικά όμως για να μην κινήσω υποψίες. Ε ρε χάζι που θα ’χει!
Μη σας τα πολυλογώ, πλησίασα μέχρι σημείου ασφαλείας και κοιτούσα γύρω, δήθεν για να εξετάσω το θέμα μου και δείχνοντας με το μολύβι μου προς διάφορα σημεία, έκανα τα διάφορα κόλπα των ζωγράφων που είδα στη τηλεόραση. Κρατώντας παραμάσκαλα το τετράδιο ιχνογραφίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να φανερώνω το σκοπό μου, που ήταν δήθεν να ζωγραφίσω, πλησιάσα ακόμα περισσότερο και κάθισα στο πεζοδρόμιο παίρνοντας πόζα. Ατυχία όμως, από τους μαλλιαρούς θορύβους της πόλης δεν άκουγα καθαρά τι λέγανε. Έπρεπε να πλησιάσω δύο τρία μέτρα ακόμα. Όμως, για του λόγου το ασφαλές, άρχισα να «ζωγραφίζω» τραβόντας γραμμές στη χάση και στη φέξη, ενώ ταυτόχρονα συρόμουν επί των οπισθίων για να φθάσω στο ασφαλές σημείο, προσέχοντας μη σκίσω το κοντοπαντέλονο και τις «φάω» και πάλι απ’ τη μάνα μου.
Ξαφνικά μια στριγκλιά αντήχησε. Χρηστάκη! Αμάν, η κυρά Μυροφόρα! Τι θες αυτού; Πετάγομαι απάνω και μ’ ευγενικό «θράσος» αμέσως απαντώ: Κυρίες μου σας χαιρετώ, μας έβαλε ο δάσκαλος ελεύθερο θέμα ζωγραφικής κι εγώ θα ζωγραφίσω το καμπαναριό τα Αϊ-Νικόλα! Α! έκανε η κυρά Μυροφόρα μορφάζοντας σαν κάτι δεν της πήγαινε, χωρίς συνέχεια όμως γιατί η κουβέντα από τις άλλες κυρίες συνεχιζόταν και νοιαζόταν περισσότερο μην χάσει τη συνέχεια. Από την άλλη η δικαιολογία, «μας έβαλε ο δάσκαλος» πάντα πιάνει σκέφτηκα θριαμβευτικά αλλά το στομάχι μου έμεινε κολλημένο. Είχα φθάσει παρ’ όλα αυτά στο καταλληλότερο σημείο!
Όπως έλεγα και πριν, η ομήγυρη αποτελείτο από την κυρία Σοφία, μια μεσόκοπη γυναίκα γύρο στα 67, λιγομίλητη κι αθόρυβη, που μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά πίσω ή δίπλα σου χωρίς να τη πάρεις χαμπάρι. Ήταν όμως γενικά καλή γυναίκα. Η κυρά Γαλάτεια, γύρω στα 46, ακριβώς το αντίθετο, φασαριόζα, πάντα θυμωμένη ανικανοποίητη, ιδιότροπη, ξερακιανή, που συνέχεια τσακκωνόταν με όλους, ακόμα και με τα παιδιά της. Όλο οι φωνές της ακούονταν στη γειτονιά. Η κυρά Μυροφόρα διαφορετική έκδοση. Μελαχρινή, σαν γύφτισσα, αυστηρή, παχιά με μια κοιλιά λες και κατάπιε δύο μεγάλα καρπούζια, ήταν περίπου 70 χρονών. Το ’χε σαν διασκέδαση να μη χάνει την ευκαιρία να θυμώνει σ’ όλα τα παιδιά της γειτονιάς και να τα διώχνει απ’ την αλάνα κοντά στο σπίτι της, γιατί λέει έκαναν φασαρία. Ας γελάσω, γιατί δεν θύμωνε και της κυρά Γαλάτειας που έκανε τη διπλάσια φασαρία από μας τα παιδιά στη γειτονιά;
Α και τώρα στο ψητό, ο κύριος Παναγιωτάκης ο «έτσι» όπως τον έλεγαν, ήτανε δεν ήτανε 45 χρονών, λεπτός σχεδόν κοκαλιάρης, με ένα αιώνιο άσπρο παντελόνι και μπλε πουκάμισο. Εργαζόταν σε μια τυπογραφική εταιρεία. Μέχρι εδώ έχει καλώς, όμως αυτός ο Παναγιωτάκης, ο «έτσι», μου φαινόταν λίγο περίεργος. Το γιατί; Ο τρόπος που μιλούσε, που περπατούσε, έμοιαζε με της θείας μου της Καλλιόπης, κι ακόμα καλύτερα! Μα τι λέω αφού τώρα καθόταν με τις άλλες κυρίες των «τιμών» και έπλεκε με τις βελόνες ένα πουλόβερ, ενώ ταυτόχρονα έδινε και συμβουλές στις «κοπέλλες» – έτσι τις αποκαλούσε τις ξεμωραμένες, πως θα δέσει καλύτερα το γλυκό κεράσι. Ήμαρτον, σκέφτηκα! «Ανεξερεύνηται αι βουλαί του υψίστου» έλεγε κι επαναλάμβανε η γιαγιά μου η Ευφροσύνη, για πράμα παράξενο, τέλειο για την περίπτωση «Παναγιωτάκης ο «έτσι». Για την αλήθεια όμως ήτανε καλό ανθρωπάκι και πάντα ήθελε να βοηθά όπου ήταν χρήσιμος.
Τέλος πάντων αφού καταπίαστηκαν με το γλυκό, με τον κύριο Παναγιωτάκη ως έχοντα το γενικό πρόσταγμα, συνέχισαν με το καρυδάκι με το κεράσι και δε θυμάμαι πιο άλλο γλυκό. Αμάν βρε αδελφέ, έλεγα και ξανάλεγα, δεν πέτυχα θέμα, βαρέθηκα την περί γλυκών ανάλυση και συνέχισα τη δήθεν ζωγραφική μου, αναμένοντας στο «ακουστικό για κάτι πιο πικάντικο». Ευτυχώς συνεπαρμένες όλες τους απ’ τον Παναγιωτάκη, ξέχασαν τελείως εμένα. Αλλά να, ξαφνικά θέμα εξαιρετικού ενδιαφέροντος ανοίχθηκε απ’ την κυρά Γαλάτεια. Τεντώθηκα ακόμη καλύτερα. Πίασανε λέει τον Ευγενή, το γιό του κυρίου Παρασκευά του γαλατάρη και την Γιαννούλα την κόρη του πλούσιου της γειτονιάς του κυρίου Νικολάκη του δασκάλου, που ήτανε παιδιά νέα, μέσα στο παλιόσπιτο του Αναστάση, εδώ παραδίπλα.
Αμέσως αμέσως και η άφωνη κυρία Σοφία μίλησε, έσπασε την σιωπή της. Αμάν φώναξε και ξανάπεσε στη βουβαμάρα τεντώνοντας όμως τ’ αυτιά της μην τυχόν χάσει καμιά οξεία. Η κυρά Μυροφόρα κάνοντας τάχα την υποψιασμένη και θέλοντας ν’ αποδείξει ότι τίποτε δεν τις ξεφεύγει στη γειτονιά, είπε με στόμφο «αμ δεν σας τα ’λεγα εγώ, τις προάλλες, ότι κάτι μυρίζομουνα για την Γιαννούλα του Νικολάκη;» Ω, θέμα υψηλού ενδιαφέροντος, πλάκα θα ’χει μονολογούσα. Ήτανε λέει αργά το απόγευμα που θέλησε ο κυρ Αναστάσης να πάει στο παλιό σπίτι που το είχε σαν αποθήκη να πάρει κάτι εργαλεία... Χρηστάκη! ακούγεται ξαφνικά η φωνή της μάνας μου, κόβοντας τη φαντασία μου. Μπορούσες να την ακούσεις από δέκα μίλια μακριά άμα φώναζε. Διάβολε είπα μέσα μου με κόβει στο καλύτερο, αλλά τι μπορώ να κάμω αφού με κοιτούσε απ’ το παράθυρο.
Δεν απάντησα, μη θέλοντας να διακόψω τους συνειρμούς στις κυρίες και στου κυρίου Παναγιωτάκη, αλλά αναγκάστηκα να φύγω ήσυχα - ήσυχα σαν γάτα, πάνω στην κορύφωση του θέματος. Μ’ έτρωγε πολύ να μάθω τι έκαναν ο Ευγενής και η Γιαννούλα στο παλιόσπιτο του κυρ Αναστάση, διαολιζόμουνα μέχρι το σπίτι για την κακή μου τύχη κι όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά γιατί είχα να διαβάσω κιόλας, χώρια οι εξηγήσεις που έπρεπε να δώσω της μάνας μου για το ρόλο μου εκεί.