Έχω τρελό άγχος αλλά αδελφή μου είναι, της οφείλω. Ψηλοτάβανος χώρος, παράξενος, με έναν αυστηρό κυρίαρχο Χριστό ψηλά στη μέση του κεντρικού τοίχου. Από κάτω ξύλινα σκαλιστά έδρανα με δερμάτινες καρέκλες κι εμπρός άλλες καρέκλες. Ένοιωσα μικρός και μόνος, στο τεράστιο χωρίς αέρα δωμάτιο. Πρώτη φορά έμπαινα σε δικαστήριο. Τι ’ν όλοι τούτοι; μονολόγησα.
Ακροατήριο είπε η δικηγορίνα. Όμορφη γυναίκα. Πού έμπλεξα εγώ μου λέτε. Τρέμουλο. Ας όψεται η αδελφή μου που τον βρήκε και τον μάζεψε στο σπίτι το λεχρίτη. Τόσα χρόνια και δεν μπορώ να το χωνέψω. Έκανε και τρία μούλικα, δουλικό στη δούλεψή του κι αυτή και εμείς, και την εγκατέλειψε ο αχαΐρευτος. Ένα πρωί έγινε λούης. Έτσι μας είπε. Πήγε λέει στην Αμερική μετανάστης. Ποιός μετανάστης καλέ, κάπου έχει βρει παχιές αγελάδες και τις αρμέγει. Αλλά που να μιλήσω, τι να πω, να ’χουμε εκτός από δικαστήρια και νοσοκομεία. Τώρα η Άννα θέλει διαζύγιο και εγώ πρέπει να ψευδομαρτυρήσω. Και στην Άννα και στο δικαστήριο. Έτσι λέει η δικηγορίνα. Ωραίο κομμάτι . Έχει βρει κι αυτή το μπελά της. Είναι φίλη της από το σχολείο. Έψαξε και με βρήκε για να βοηθήσω. Ούτε ξέρω ποιά είναι η αλήθεια τώρα πια. Αυτό που ξέρω είναι ότι μου δείχνουν λιγάκι σημασία.
-Από σένα εξαρτώνται όλα, είπε η Αφεντάκη.
-Αν δεν με βοηθήσεις εσύ αδελφέ μου χάθηκα, είπε η Άννα.
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε. Του Γεωργίου και της Μαργαρίτας. Τον Απρίλιο του 1958. Ορκίζομαι κύριε Πρόεδρε. Να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν τ’ έλεγα όλα αυτά ή μόνο το ναι και το όχι. Έτρεμαν τα χείλη μου κι ένοιωθα μια σκοτοδίνη. Από αστάθεια κρατούσα το βάθρο και το πάτερ ημών το είχα ξεκινήσει καμιά δεκαριά φορές αλλά ήταν αδύνατον να το τελειώσω.
Πήρε το λόγο η δικηγορίνα μας. Μου είχε τονίσει πως θα πρέπει να είμαι σοβαρός, να μην λέω παραπάνω λόγια, να μην δείχνω ότι την ξέρω και να προσπαθήσω να ευαισθητοποιήσω το δικαστήριο υπέρ της άμοιρης μάνας, της εγκαταλελειμμένης συζύγου, της αδικημένης αδελφής μου.
-Γνωρίζετε φυσικά τον κύριο Κοπανίδη.
-Ε πως δεν τον γνωρίζω, έχει παντρευτεί την Άννα μας.
-Τι γνώμη έχετε γι’ αυτόν.
Να είμαι ειλικρινής δεν είχα γνώμη. Τον είχα συναντήσει δύο φορές όλες κι όλες. Στο γάμο και στη βάφτιση του πρώτου παιδιού. Ό,τι έλεγε η αδελφή μου, εγώ τι να πω.
-Την χειρότερη κυρία δικηγορίνα, αλλά βλέπετε τον διαλέξαμε και δεν μου πέφτει λόγος.
-Τι εννοείτε τη χειρότερη;
-Άνθρωπος που λέει πολλά και λίγα κάνει, που ψάχνει για δουλειά να του ταιριάζει κι ας πεινάει, που το μπεγλέρι είναι το βασικό του εργαλείο για να γυμνάζει τα χέρια του, που πίνει και καπνίζει και ξυπνάει στις 12.00 και σηκώνει το χέρι του στα γυναικόπαιδα, τι να είναι άραγε, πρότυπο οικογενειάρχη;
-Εμείς ρωτάμε κύριε, ακούστηκε, ως φωνή Κυρίου ο δικαστής.
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε.
-Αυτήν την περιβόητη Κυριακή πού ήσασταν εσείς κύριε Δαγλή;
-Στο σπίτι της αδελφής μου, είχα πάει να τους δω και κοιμήθηκα εκεί.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν το πρωί της Κυριακής, μπαίνοντας στο σπίτι είδα ένα λευκό φάκελο. Τον άνοιξα και φώναξα την αδελφή μου. Ήταν δικός της.
-Τι έγραφε το σημείωμα;
-Ήταν από τον ακατανόμαστο και της έλεγε ότι ήταν πολύ άρρωστος και για να μη την βαρύνει προτίμησε να φύγει μόνος του για την Αμερική να δει την υγεία του. Της έλεγε κι άλλα, ότι την αφήνει ελεύθερη να ξαναφτιάξει τη ζωή της και να προσέχει τα παιδιά έλεγε.
-Τι έγινε στη συνέχεια;
-Ε, δεν καταλαβαίνετε, η Άννα από τη μια να τον καταριέται κι από την άλλη να τον μοιρολογεί. Το πήραν είδηση και τα παιδιά, πανδαιμόνιο.
Ξαφνικά παίρνει το λόγο ένας άλλος δικηγόρος και με ρωτάει μ' έντονο ύφος...
-Κύριε είστε αδελφός της ενάγουσας, έτσι δεν είναι;
-Μάλιστα.
-Η αδελφή σας θέλει να πάρει διαζύγιο από τον κύριο Κοπανίδη που την έχει εγκαταλείψει όπως λέει η ίδια, συμφωνείτε;
-Μάλιστα.
-Γιατί θέλει να ησυχάσει και να δει τι θα κάνει στη ζωή της, έτσι δεν είναι;
-Έτσι.
-Εσείς συναντήσατε καθόλου το γαμπρό σας αυτές τις μέρες;
-Όχι βέβαια, εγώ έχω να τους δω δέκα χρόνια τώρα.
-Και την Κυριακή πηγαίνατε να τους δείτε, γιατί δεν είχατε νέα από την αδελφή σας για χρόνια;
-Τα μάθαινα αραιά και που. Βλέπετε οι δουλειές, οι αποστάσεις.
-Πού μένετε κύριε Δαγκλή;
-Στην Πάτρα.
-Και πως βρεθήκατε σ’ αυτήν την συγκυρία στην Αθήνα.
-Να τους δω ήθελα.
-Ήσασταν μέρες στο σπίτι τους;
-Όχι και μέρες.
-Μήπως υπήρχε κι άλλος λόγος που θέλατε να τους δείτε. Οικονομικός ας πούμε;
-Όχι βέβαια.
-Λέω μήπως… Μας λέτε αλήθεια κύριε Δαγκλή;
-Αλήθεια, αμ τι ψέματα;
Ακολούθησε ένα χάος ανάμεσα στη δικηγορίνα και σ’ αυτόν και στο ακροατήριο και στους δικαστές. Ένσταση έλεγε ο ένας, ενίσταμαι έλεγε ο άλλη. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τα χέρια ανεβοκατέβαιναν και τα στόματα ανοιγόκλειναν. Η Άννα απέναντί μου, παγωμένη.
Αχ βρε Άννα, ας όψεται η ανάγκη μου, τίποτα άλλο δεν σου λέω... δεν τα μπορώ καθόλου εγώ αυτά. Αφού ξέρεις έχω πρόβλημα, φαίνομαι δηλαδή. Εσύ είπες να είμαι ψύχραιμος αλλά δεν γίνεται αφού ξέρω την αλήθεια, ότι τον είχες ψήσει τον άνθρωπο, ότι τόσα χρόνια κάνεις τη ζωούλα σου. Ότι ακόμα και τα παιδιά δεν ξέρουμε αν είναι δικά του...
-Λοιπόν κύριε... για πείτε μας μήπως θέλατε να της ζητήσετε οικονομική βοήθεια και εκείνη την ίδια στιγμή σας έλεγε τα δικά της προβλήματα, που τα ξέρατε βέβαια χρόνια τώρα, αλλά δεν σας έπεφτε λόγος; Μήπως έτσι κάνει πάντα η αδελφή σας, δεν σας ακούει και ασχολείται με ότι θέλει εκείνη;
-Δεν ξέρω τι είναι αυτά που με ρωτάτε.
Απαντούσα κι ένοιωθα να κοκκινίζω.
-Μήπως κύριε, νοιώσατε υποχρεωμένος να τη βοηθήσετε σε ό,τι σας ζητούσε ως αδελφός που είστε κι αναγκαστήκατε να πείτε και παραπάνω πράγματα για το καλό της;
-Όχι βέβαια, σας λέω αλήθεια, έτσι έγιναν τα πράγματα. Βρήκα το γράμμα και της το έδωσα και μετά δεν ξέρω που το έβαλα σας το ορκίζομαι και όταν μου είπε να το καταθέσουμε στο δικαστήριο, για να φανεί ότι την εγκατέλειψε ο ακατανόμαστος, έτσι τον έλεγε, έψαξα παντού, μα δεν το βρήκα αλλά αλήθεια το είχα το γράμμα του αναθεματισμένου στα χέρια μου όλο εκείνο το Σαββατοκύριακο.
-Προσέξτε λιγάκι τι μας λέτε κύριε.
-Προσέχω κύριε Πρόεδρε...
Ο Πρόεδρος χτύπησε το σφυράκι του στο τραπέζι και με ρώτησε με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου.
-Μας τα είπατε κύριε όπως ακριβώς έπρεπε; δεν παραλείψατε τίποτα απ’ ότι σας έχει πει η κυρία Αφεντάκη;
Ένοιωθα τόσο κουρασμένος.
-Όχι κύριε πρόεδρε τα είπα όλα, μονολόγησα και τότε ξαπλώθηκε ησυχία παντού. Μόνο στο μυαλό μου κάτι στρίγγλιζε.
-Έ πόσο ηλίθιος μπορεί να είσαι αδελφέ μου, η φωνή της Άννας να γεμίζει την αίθουσα.
-Τι ξέχασα να πω Αννούλα; γύρισα και τη ρώτησα. Τι άλλο να κάνω, δεν ξέρω.
-Τίποτα άλλο κύριε, μπορείτε να καθίσετε στη θέση σας, είπε ο Πρόεδρος.
-Κι αυτός ο άνθρωπος τόσα χρόνια κύριε Πρόεδρε, ένα χέρι ξύλο δεν ήξερε να της δώσει να μην ταλαιπωρούμαστε σήμερα, ούτε εσείς ούτε εγώ.
Πάλι κανείς δεν μίλησε μόνο ο κύριος Πρόεδρος είπε: «Να προσέλθει στην αίθουσα...»
Ο δικός μου ρόλος τέλειωσε. Η διαδικασία συνεχίστηκε κι εγώ έχασα για άλλη μια φορά τη σειρά μου στην αγάπη της Άννας. Απέτυχα.