Η διαδρομή
Ασέληνη νύχτα. Ουρανός χωρίς αστέρια. Βαθύ σκοτάδι. Σε μια ψαρόβαρκα είναι πολλοί πρόσφυγες στοιβαγμένοι. Η θάλασσα είναι ταραγμένη. Η βάρκα τραμπαλίζεται πάνω στα τεράστια κύματα. Σωσίβια φορούν μόνον τα παιδιά. Τα παιδιά τσιρίζουν από τον φόβο. Οι μάνες τα κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους. Ο Αχμέτ αναρωτιέται πού τους πηγαίνουν μες στη νύχτα. Ωστόσο, δεν τολμά να ρωτήσει τη μάνα του.
Η ακτή
Στην ακτή, από δω κι από κει, ξεβρασμένα πτώματα. Οι εθελοντές ψάχνουν για επιζώντες. Μια ξέπνοη φωνούλα ζητά βοήθεια. Ένα χεράκι υψώνεται αδύναμο. Ο ήλιος πέφτει καυτός πάνω στα άψυχα σώματα. Ένας εθελοντής έχει την παλάμη πάνω από τα μάτια για να προφυλαχτεί από την αντηλιά. Εντοπίζει τον Αχμέτ. Τρέχει αμέσως κοντά του. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του Αχμέτ, ο οποίος ρωτά: «Έχω πεθάνει κύριε;». Ο κύριος με κάθε προφύλαξη τον σηκώνει στα χέρια του και τον μεταφέρει στο πρόχειρο καταφύγιο που έχει στηθεί για τον σκοπό αυτό. Άμεση κινητοποίηση. Νοσοκόμες παρέχουν τις πρώτες βοήθειες.
Στο νοσοκομείο
Η νοσοκόμα κάθεται και κρατά το χεράκι του παιδιού. Σκουπίζει ένα δάκρυ που κυλά από τα μάτια της. Το παιδάκι τρέμει. Φοβάται πολύ. Κάτι ρωτά τη νοσοκόμα σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Η νοσοκόμα δεν απαντά παρά μόνον χαϊδεύει το κεφάλι του παιδιού. Το παιδί αναρωτιέται γιατί βρίσκεται εκεί εντελώς μόνο. Πού είναι η μάνα του και γιατί το παράτησε σε χέρια αγνώστων. Μήπως δεν ήταν καλό παιδί τελικά κι έπρεπε να τιμωρηθεί;
Η επόμενη ημέρα
Η νοσοκόμα και πάλι στο προσκέφαλο του παιδιού. Το πρόσωπό της κατάχλωμο. Το παιδί κινδυνεύει. Έρχεται βιαστικά ο γιατρός. Δίνει οδηγίες. Γίνεται σαματάς. Τρέχουν γιατροί και νοσοκόμοι. Γίνεται μετάγγιση αίματος. Ο Αχμέτ όλη αυτή την ώρα μονολογεί: «Αφήστε με να πεθάνω, αφήστε με ήσυχο πια…».
Λίγες ημέρες αργότερα
Το παιδί αποθεραπεύεται. Πρέπει να βγει από το νοσοκομείο. Ωστόσο, πού να πάει; Η νοσοκόμα αποφασίζει να το πάρει στο σπίτι της μέχρι να βρεθεί ένα μόνιμο σπίτι. Έχει κι ένα δικό της παιδί. Είναι χωρισμένη. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Όμως δεν μπορεί ν’ αφήσει το παιδί στο έλεος του Θεού. Ο προϊστάμενός της τη ρωτά για τελευταία φορά εάν είναι απόλυτα σίγουρη γι’ αυτή την ενέργεια. Και απαντά καταφατικά.
Σύγκρουση της νοσοκόμας με τη μάνα της
-Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι σου; Φορτώθηκες στην πλάτη σου ακόμη ένα παιδί; Τα παιδιά έχουν ευθύνες κι έξοδα. Πώς θα τα βγάλεις πέρα, μου λες; Τι νομίζεις; Εγώ γερνάω, δεν νεώνω. Γιατί μου φορτώνεις ακόμη ένα παιδί;
-Μάνα μην γίνεσαι κακιά. Είναι μια αθώα ψυχούλα. Τι να έκανα; Να το άφηνα να πάει στο ορφανοτροφείο; Μην ανησυχείς, είναι τόσο καλό παιδάκι που σύντομα θα βρεθεί μια οικογένεια να το φιλοξενήσει.
-Απ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Πάρ’ το χαμπάρι. Ο κόσμος σήμερα υποφέρει. Σιγά μην θέλουν να φορτωθούν στις πλάτες τους ένα ξένο παιδί. Ένα προσφυγάκι.
Αυτό το λέει με στόμφο, λες και πρόκειται για χολέρα.
Στην ακτή
Η νοσοκόμα προσέρχεται καθημερινά στην ακτή έτοιμη να προσφέρει ό,τι είναι δυνατόν. Πολλοί άνθρωποι καθημερινά προσπαθούν με τις ψαρόβαρκες να φτάσουν απέναντι. Το δράμα συνεχίζεται. Οι περισσότεροι χάνουν τη ζωή τους στη θάλασσα. Η αγωνία εντείνεται. Ο πόλεμος συνεχίζεται.
Τρία χρόνια μετά
Το παιδάκι μεγάλωσε. Έφτασε έξι χρόνων. Είναι μελαψό με μαύρα σγουρά μαλλιά και κατάμαυρα αμυγδαλωτά μάτια. Πρέπει να πάει στο σχολείο. Η μητέρα-νοσοκόμα το πηγαίνει την πρώτη ημέρα. Εξηγεί στη δασκάλα τα καθέκαστα. Ζητά κατανόηση. Η δασκάλα, μια λεπτοκαμωμένη κοπέλα το αγκαλιάζει και του υπόσχεται ότι θα το έχει υπό την προστασία της. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Τα άλλα παιδιά δεν θέλουν το παιδάκι γιατί έχει σκούρο χρώμα. Είναι διαφορετικό. Ο Αχμέτ φτάνοντας στο σχολείο κοιτάζει γύρω γύρω παράξενα. Άγνωστο περιβάλλον και πολλά άγνωστα, λευκά παιδιά. Κρατά το χέρι της νοσοκόμας. Μπαίνουν στην αυλή του σχολείου και το σφίξιμο δυναμώνει. Αισθάνεται τα εχθρικά βλέμματα των άλλων παιδιών και δεν ξεκολλά από τη νοσοκόμα.
Πρώτη ημέρα στην τάξη
Το παιδάκι κλαίει. Κρατά τη δασκάλα από το χέρι. Τα άλλα παιδιά θυμώνουν και το χλευάζουν. Δεν ανέχονται να μονοπωλεί τη δασκάλα. Η δασκάλα δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Είναι όλα μικρά παιδιά και την τραβολογούν. Όλα θέλουν κάτι απ’ αυτήν. Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή. Δεν προλαβαίνει ν’ απαντήσει.
- Κυρία αυτό το μαυράκι πού βρέθηκε στην τάξη μας;
- Θα μείνει μαζί μας όλο τον χρόνο;
- Τι γλώσσα μιλά; Από πού ήρθε; Γιατί στη δική μας τάξη;
- Αφού το χρώμα του είναι διαφορετικό, εμείς δεν το θέλουμε.
Η δασκάλα τα χάνει. Κρατά το κεφάλι της ανάμεσα στα δύο της χέρια. Δύο δάκρυα ξέφυγαν από τα γαλανά μάτια της.
Ένα παιδάκι έρχεται και την αγκαλιάζει. Είναι κι αυτό διαφορετικό. Προσφυγάκι, στην ίδια την πατρίδα του.
- Κυρία μην κλαίτε.
- Μωρό μου αγαπημένο! Πόσο σ’ έχουν ωριμάσει οι συνθήκες!
Τώρα τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του παιδιού και της δασκάλας.
Η δασκάλα αγκαλιάζει το παιδί. Εν τω μεταξύ, το «μαυράκι» εισβάλλει στην αγκαλιά.
Τις επόμενες ημέρες
Η ζωή της δασκάλας και του παιδιού είναι δύσκολη. Τόσο τα άλλα παιδιά στην τάξη αλλά και οι γονείς τους εξασκούν ένα συνεχόμενο εκφοβισμό. Τα παιδιά χλευάζουν τον Αχμέτ, τον κοροϊδεύουν για το χρώμα και τον τρόπο που μιλά. Έμαθε ελληνικά αλλά η προφορά του είναι ξενική.
-Πού βρέθηκες εσύ εδώ; Γιατί δεν σε κατάπιε η φάλαινα; Γιατί θέλεις τη δασκάλα μας μόνο δική σου;
-Μακάρι να σε είχαν καταπιεί τα κύματα.
-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Εσύ είσαι μαύρος, δεν το βλέπεις; Η δασκάλα μας είναι ξανθή κι είναι για μας.
-Αλήθεια κυρία, τι σημαίνει προσφυγάκι; Μήπως είναι καμιά κακιά αρρώστια; Κι αν είναι αρρώστια κολλητική και κολλήσουμε όλοι;
-Δεν τον θέλουμε τον Αχμέτ. Να φύγει από το σχολείο μας. Να πάει πίσω στο παλιό σχολείο του. Κι αν δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, ας πάει να πνιγεί. Πρόβλημά του.
Λίγες ημέρες αργότερα
Τα παιδιά συνεχίζουν να χλευάζουν το «μαυράκι». Η δασκάλα μάταια προσπαθεί να βρει μια λύση.
-Εμείς μαύρους δεν θέλουμε στο σχολείο μας.
-Να βρεις τρόπο να πας από κει που ήρθες. Κατάλαβέ το, εμείς δεν σε θέλουμε. Να μπεις στη βάρκα που σ’ έφερε εδώ και να γυρίσεις πίσω στη χώρα σου. Αν δεν εξαφανιστείς, θα σε αρχίσω στις σφαλιάρες. Θα βοηθήσουν και τα άλλα παιδιά.
Το «μαυράκι» κλαίει γοερά. Γυρίζει με το δάκτυλο τα σγουρά μαύρα μαλλιά του και κοιτάζει τη δασκάλα σε κατάσταση απελπισίας.
Η δασκάλα, επίσης σε κατάσταση απελπισίας κοιτάζει το παιδάκι με συμπόνια. Υψώνει το βλέμμα προς το ταβάνι και δείχνει να περιμένει βοήθεια από τον Θεό. Δεν ξέρει τι άλλο να κάνει.
Η μεγάλη απόφαση της δασκάλας
Η δασκάλα είναι νεαρή σε ηλικία και ανύμφευτη. Ωστόσο, αποφασίζει να υιοθετήσει το «μαυράκι».
Μπαίνει στην τάξη. Ζητάει από τα παιδιά να κάνουν ησυχία και να την ακούσουν προσεκτικά. Αντ’ αυτού τα παιδιά αφηνιάζουν. Χτυπούν τα θρανία, μετακινούν τις καρέκλες με θόρυβο, πετάνε μολύβια και γομολάστιχες. Γελούν δυνατά, ειρωνεύονται. Αγνοούν την παρουσία της δασκάλας.
Ένα παιδάκι σηκώνει δειλά το χέρι.
-Κυρία δασκάλα, η μητέρα μου μού είπε να μην ακούω τι μας λες. Το «μαυράκι» για κανέναν λόγο δεν έχει θέση στην τάξη μας.
Η δασκάλα χαμογελά.
-Κάνεις λάθος Σμαράγδα. Η μητέρα σου δεν είπε τέτοιο πράγμα. Εσύ μάλλον δεν κατάλαβες καλά. Εγώ μίλησα σήμερα με τη μητέρα σου και μου είπε ότι πρέπει να είσαι καλή με τον συμμαθητή σου και να τον αγαπάς όπως όλα τ’ άλλα παιδάκια της τάξης. Το χρώμα του συμμαθητή σου δεν έχει καμιά σημασία.
Τα παιδιά κοιτάζουν γύρω γύρω απορημένα. Πάλι μιλούν μεταξύ τους και αγνοούν τη δασκάλα.
Η δασκάλα παίρνει την κιμωλία και σχηματίζει έναν κύκλο στον πίνακα. Μέσα ζωγραφίζει πολλές μπάλες με διαφορετικά χρώματα. Μαύρο, άσπρο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε. Δίπλα σχηματίζει ακόμη έναν κύκλο και μέσα ζωγραφίζει μόνον άσπρες μπάλες. Ρωτά τα παιδιά: «Ποιος κύκλος σας αρέσει περισσότερο;».
Τα παιδιά απαντούν όλα μαζί με δυνατή φωνή: «Ο κύκλος με τις χρωματιστές μπάλες. Είναι πιο φωτεινός και πιο όμορφος».
«Έτσι ακριβώς! Ο κόσμος είναι πολύχρωμος και όμορφος», απαντά η δασκάλα και στο πρόσωπό της σχηματίζεται ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης.