Από Κλεοπάτρα Λυμπέρη
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΕΒΙΝΑΣ
Ελευθερία και εντολή
Mετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Από το Εγώ προς την ελευθερία.
Ο Εμμανουήλ Λεβινάς έγινε οικείος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με το έργο Ολότητα και άπειρο (1989, εκδόσεις Εξάντας, μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη). Στο βιβλίο αυτό υπερασπίστηκε την υποκειμενικότητα, όχι ως μια εγωιστική διαμαρτυρία απέναντι στην Ολότητα, αλλά για να την θεμελιώσει πάνω στην έννοια του απείρου και να αφηγηθεί πώς το άπειρο γεννιέται μέσα στη σχέση του Ίδιου (Meme) με το Άλλο (Αutre).
Στο παρόν κείμενο ο φιλόσοφος ασχολείται με τις σχέσεις Λόγου και κράτους, νόμου και τυραννίας, ελευθερίας και εντολής, διερευνώντας τα όρια του «προσώπου» και τους τρόπους σύνδεσής του με τους εξωτερικούς θεσμούς αλλά και με τα επιμέρους πεδία της εσωτερικότητάς του. Το «πρόσωπο», οριζόμενο ως μια πραγματικότητα που αντιστέκεται και αντιπαρατίθεται προς το Άλλο (όχι κατά συμβεβηκώς αλλά κατ’ ουσίαν, δηλαδή, οντολογικά), αποτελεί ένα από τα κομβικά σημεία γύρω από τα οποία περιστρέφεται η σκέψη του εβραίου στοχαστή. Ο μέγιστος φιλοσοφικός μύθος, κατά την άποψη του Λεβινάς, είναι ότι μια συνείδηση που λειτουργεί ως νομοθέτης των πραγμάτων θα μπορούσε να συμφιλιώσει ταυτότητα και διαφορά. Αυτή η πλάνη χτίστηκε πάνω στον Ολοκληρωτισμό του Ίδιου, εκεί όπου άλλωστε έχει στηριχτεί και το συνολικό οικοδόμημα της Δυτικής φιλοσοφίας.
Ο Λεβινάς επαναφέρει εδώ στοιχεία ιδεών που παρουσίασε σε προηγούμενα έργα του: Το Ίδιο και το Άλλο, εμφανίζονται ως οι κατηγορίες που συνδέονται άμεσα με την πράξη. Αλλά και η έννοια του εντέλλεσθαι τίθεται συνδεδεμένη με την κατηγορία του πράττειν. Άνθρωπος της πράξης δεν είναι ο ενεργών, αλλά αυτός που δίνει εντολές στους άλλους, αυτός που πράττει επί μιας βουλήσεως. Το εντέλλεσθαι, βέβαια, προϋποθέτει μια προηγούμενη συμφωνία με τη βούληση στην οποίαν απευθύνεται, γι’ αυτό και δεν νοείται ως κατάσταση βίας αλλά ως κατάφαση της έλλογης σκέψης. Όμως, επειδή υπάρχει και το εντέλλεσθαι του τυράννου απέναντι στο οποίο προκύπτει η αναγκαιότητα αντίδρασης, το Κράτος και οι Νόμοι γίνονται η εντολή-εχέγγυο για την προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ο Εμμανουήλ Λεβινάς (1906-1955) είναι αυτός που έκανε γνωστή τη φαινομενολογία στη γαλλική φιλοσοφική σκηνή της εποχής του. Μαθητής του Χούσερλ και του Χάιντεγκερ, επηρεάστηκε βαθιά από τη σκέψη τους αλλά αργότερα απομακρύνθηκε από την ιδέα της απρόσωπης χαϊντεγκεριανής ύπαρξης για να κατευθυνθεί προς το απτό ανθρώπινο ον, το πρόσωπο του Άλλου. Όσον αφορά το κυρίως έργο του, πολλές από τις ιδέες του έχουν ήδη διατυπωθεί από τον Μάρτιν Μπούμπερ και τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ, ωστόσο ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται να υποστηρίξει την πρωτοτυπία της σχέσης Εγώ–Εσύ, αλλά να φωτίσει την ηθική της δομή και τον τρόπο που αυτή συνδέεται με την λειτουργία της υπέρβασης. Η ηθική που προτείνει ο εβραίος φιλόσοφος είναι μια διαρκής πράξη ανιδιοτέλειας και θυσίας στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων.
Ο Λεβινάς υπερασπίζεται το Εγώ, στο βαθμό που αυτό γίνεται τόπος δεξίωσης του Άλλου, αλλά και στο βαθμό που παραχωρεί στο Άλλο την προτεραιότητα έναντι των ποικίλων εκδηλώσεων του σχετίζεσθαι. Το Εγώ ανακαλύπτει στην ετερότητα το πεδίο της αυτοπραγμάτωσής του, όχι ως εμφάνιση αλλά ως πρακτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι έτσι καταργείται το υποκείμενο, δηλαδή, η ατομική συνείδηση η οποία είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ατομικής ευθύνης. Διότι μόνο δια της ατομικής ευθύνης, ιδρύεται το ιερό εντός του οποίου το Ίδιο και το Άλλο εξαλείφονται. Επομένως, και κάθε προσωπική εξέγερση (εναντίον της τάξης, του Κράτους, των ιδεών, της καθεστηκυίας σύνθεσης πραγμάτων) δεν πριμοδοτεί το εγώ με το πρόσημο της ιερότητας, παρά μονάχα διότι αυτό αναγνωρίζει «τα δάκρυα των άλλων». Ο υποστατικός πυρήνας ενός Εγώ που αναλαμβάνει την ευθύνη του για τον Άλλον είναι πλασμένος από αγιότητα, σημειώνει ο Λεβινάς.
Όταν το Εγώ ενδιαφέρεται για τον Άλλον φτάνει στην υψηλότερη υπαρκτική του βαθμίδα. Ο αλτρουισμός του, η κένωση του εγωισμού του, η απελευθέρωση από τον περιορισμό των ατομικών επιδιώξεων, οδηγεί στην αληθινή ευτυχία, την έξοδο από κάθε μορφή αυταρέσκειας, για να διακοπεί επιτέλους η ανεστιότητα του «επίγειου ύπνου». Έτσι, με την εξύψωσή του στα ανώτερα πεδία της ηθικής συνείδησης, το εγώ κατορθώνει να διανοίξει μια διάσταση μέσα στο είναι.
Το αυστηρό οικοδόμημα της Βίβλου και τα κείμενα της ραβινικής παράδοσης αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία έχει χτιστεί το κοσμοείδωλο του Εμμανουήλ Λεβινάς. Όπως ακριβώς οι Ταλμουδιστές, επιμένει στο Νόμο και στη νομική οπτική των πραγμάτων, οι δε αντιλήψεις του για την «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση απεικονίζουν την εντολή του Λευιτικού για την «αγάπη προς τον πλησίον εαυτό». Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι εδώ πρόκειται για φιλοσοφία και όχι για θεολογία.
Ως φιλόσοφος της ηθικής (μιας ηθικής που δεν μπορεί να οικοδομηθεί παρά μονάχα πάνω στα θεμέλια της δικαιοσύνης), ο Λεβινάς συνδέεται άμεσα με την πολιτική πράξη και με την ιδέα της ελεύθερης πολιτείας. Η σκέψη του βέβαια διαφέρει κατά πολύ από αυτή του ομόθρησκού του Έρνστ Μπλοχ, ο οποίος επιχείρησε να συγκροτήσει το «ρεαλιστικό» πεδίο της φιλοσοφικής του αναζήτησης ενσωματώνοντας το μαρξιστικό κοσμοείδωλο στην εβραϊκή πνευματικότητα. Για το Λεβινάς, μπορεί να είναι εξίσου αναγκαία η έξοδος από τον ιδεαλισμό (γι’ αυτό άλλωστε προσχωρεί, κατ’ αρχάς, στην φαινομενολογία, η οποία συναιρεί ιδεαλισμό και ρεαλισμό), πλην όμως θεωρεί και το μαρξισμό και την υπερβατολογική οντολογία ως μη ικανές δυνάμεις για την υπέρβαση του ιδεαλισμού.
Ο φιλόσοφος κατανοεί το Θεό σαν την «απαράδεκτη αφαίρεση», γι’ αυτό και τον ορίζει μόνο μέσω των ανθρωπίνων σχέσεων : ονομάζει θρησκευτική ζωή εκείνη την κατάσταση, κατά την οποίαν δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ιδιώτευσης, διότι το Εγώ βρίσκεται διαρκώς ενώπιον του Άλλου. Επομένως, στο έργο του, το ιερό εξοστρακίζεται από τον ουρανό –την θεωρητικολογία, τις ιδεολογίες, τη σφαίρα του αφηρημένου– για να κατοικήσει στη Γη και στην πράξη του σχετίζεσθαι, όχι πλέον ως έννοια, αλλά ως συγκεκριμένη ανθρώπινη εμπειρία.
Στη χαϊντεγκεριανή οντολογία, όπου το ον παραμένει αδιαχώριστο από την κατανόηση του είναι, ισχύει το πρωτείο της ελευθερίας απέναντι στην ηθική. Η ελευθερία προβάλλει μέσω μιας υπακοής στο είναι: δεν κατέχει ο άνθρωπος την ελευθερία, αλλά εκείνη κατέχει τον άνθρωπο. Ο Λεβινάς θα υποστηρίξει ότι στον τρόπο που ο Χάιντεγκερ αντιλαμβάνεται την έννοια της ελευθερίας εδράζει η πρωτοκαθεδρία του Ίδιου• ενώ στη δική του φιλοσοφική αντίληψη όπου το πρωτείο δίνεται στην ηθική και συνακόλουθα στη δικαιοσύνη, ιδρύεται το μόνο ασφαλές πεδίο για να διακινηθεί ολοκληρωμένα η σχέση πρόσωπο με πρόσωπο.
Ο Λεβινάς μας διαβεβαιώνει ότι ο εννοούμενος «περιορισμός» του Εγώ έναντι των εξωτερικών συνθηκών μπορεί να ιδωθεί από μια άλλη σκοπιά, καθώς η εσωτερικότητά του διακυβεύει δικά της μέτρα κίνησης που δεν την αυτοπεριορίζουν αλλά την διευρύνουν προς άλλες πνευματικές περιοχές. Έτσι, η υπακοή στο Νόμο είναι δυνατόν να νοηθεί ως ελευθερία και μάλιστα να προσλαμβάνει χαρακτήρα οικουμενικό, όχι μόνο γιατί στηρίζεται στην ηθικότητα αλλά και γιατί διακινείται εξ’ ολοκλήρου εκτός του υποκειμενικού. Κατ’ αντιστοιχία και η σχέση με το Θεό η οποία διαμεσολαβείται από τις εντολές του, μπορεί να γίνεται αποδεκτή ως εντέλλεσθαι που επισφραγίζει την αληθινή έκφραση του προσώπου αφού θέτει το ον απέναντι στην ευθύνη του προς τον Άλλο, τον πλησίον εαυτό.
Ένα ακόμη ζήτημα που επαναφέρει εδώ ο Λεβινάς είναι το θέμα της υπέρβασης. Σε σχετικό ερώτημα του φιλόσοφου Ευγένιου Μινκόβσκι¬, παραθέτει ειδικές επισημάνσεις και διασαφηνίσεις, ώστε να φωτιστεί πληρέστερα αυτό που αποτελεί και το κατεξοχήν κέντρο της προβληματικής του: Η υπέρβαση, ως σχέση με τον Άλλον, δεν είναι εφικτή παρά μονάχα όταν απομακρυνθούμε από την έννοια του «πλησίον» (και του «ομοίου»), όταν δηλαδή ο Άλλος δεν μετέχει στην ίδια ουσία μ’ εμάς (και στις ανάλογες ποιότητες) αλλά εκφράζει το απολύτως διαφορετικό, το απολύτως μακράν, την καθαρή αφαίρεση. Έτσι η «έκταση» του εαυτού δεν αποτελεί μόνο μια έξοδο από το Εγώ αλλά και μια ολοκληρωτική πλήρωση του χάσματος που γεννά η ετερότητα.
Το έργο του Εμμανουήλ Λεβινάς είναι μια συνάντηση της εβραϊκής παράδοσης με τον Δυτικό πολιτισμό και ως εκ τούτου, σαν διαρκές εγχείρημα σύνθεσης της Ηθικής και του Λόγου, θέτει άντίστοιχα δεδομένα στον ορίζοντα της φιλοσοφικής διερώτησης. Ο ίδιος ο εβραίος στοχαστής, αν και αρνείται τον όρο «θρησκεία» θεωρώντας τον πηγή πολλαπλών παρανοήσεων, καταλήγει εμφαντικά: Η προφητεία περί του τέλους της μεταφυσικής είναι πρόωρη. Το τέλος αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Η μεταφυσική, ως σχέση με το ον που ολοκληρώνεται με την ηθική, προηγείται της κατανόησης του είναι και επιζεί της οντολογίας.