Σαράντα πόντους από το πάτωμα, σαράντα από το ταβάνι, ένα μέτρο και σαράντα στο μήκος, χωρίς να υπολογίζουμε το σχοινί «για τη βόλτα» που διπλώνει στην πάνω άκρη –και ποια παιδικά χέρια έμειναν κάποτε παραπονεμένα που δεν το κράτησαν μια φορά;– κρέμεται από το στήριγμα ενός φωτιστικού, σα ρούχο διάτρητο και συμπαγές ή παράδοξο διακοσμητικό, δίπλα ακριβώς σ’ ένα όρθιο ξεχαρβαλωμένο πιάνο, στον τοίχο της κουζίνας ενός κοριτσιού, που φαίνεται δεν ξέρει τι μπορεί να ονοματίζει «τέχνη», ένα παλιό καπίστρι.
Βρίσκεται εκεί δεκαπέντε χρόνια τώρα κι άλλα δεκαπέντε παρατημένο στο άδειο σπίτι στο χωριό, κι άλλα σαράντα απ’ όταν ο νοικοκύρης θα το πρωτοφόρεσε στο νεαρό του γαϊδούρι «για να συνηθίζει την πειθαρχία και τον αγώνα», σύνολο πάνω από εβδομήντα χρονών σχοινί, δέρμα, σίδερο. Σα να λέμε, δηλαδή, κατασκευής περί του χίλια εννιακόσια σαράντα έξι, ένα μόλις χρόνο μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τη γερμανική κατοχή. Καιροί δύσκολοι, ειδικά για τους βουνίσιους, που είχαν ν’ αντιπαλέψουν τα στοιχεία της φύσης μαζί με τη φτώχεια που άφησε πίσω του ο κατακτητής. Ίσως αυτό, μάλιστα, να εξηγεί την ασύμμετρη κατασκευή, χειροποίητη μάλλον, από κάποιον τοπικό σαγματοποιό που δεν θα διέθετε τα κατάλληλα γι’ αυτήν τη δουλειά μηχανήματα και εργαλεία. Τα δερμάτινα λουριά δεν έχουν το ίδιο πλάτος, δυσανάλογα τα στερεώματα στις ραφές, αλλού τέσσερα, αλλού πέντε, και φαντάσου το χέρι του μάστορα, όσο επιδέξιο κι αν ήταν, να προσπαθεί να υπολογίσει και να κόψει με το μάτι.
Η στομίδα, σίδερο σκουριασμένο, στο μέγεθος ενός γαϊδουρίσιου στόματος, διατηρεί ακόμα τις απαλές της καμπύλες και φαίνεται θα εφάρμοζε καλά στα δόντια του ζώου. Στη μέση προεξέχει ένα ημικύκλιο, ικανό να φυλακίζει τη γλώσσα μακριά από τα δροσερά βλαστάρια στις άκρες των μονοπατιών, σε ώρα εργασίας. Στις δύο άκρες, δύο περίτεχνες σπείρες καταλήγουν σε ίσο αριθμό κοφτερές μύτες και τι βασανιστήριο για το ζωντανό, κάθε φορά που κάποιος τραβούσε τα άσπλαχνα γκέμια για να συγκρατήσει τις ορμές του ή για να το εξουσιάσει. Αλίμονο στο καψερό, πόσο θα υπέφερε μέχρι να εξασκηθεί στην ποικιλία των τραβηγμάτων, άλλο για να στρίψει, άλλο για να σταματήσει, άλλο για να βιαστεί, άλλο για να μην ενδώσει στο ένστικτο που το πρόσταζε «να, φαΐ, φάε!».
Το σχοινί στην αριστερή του μεριά δεν έχει χάσει εντελώς την ευλυγισία του. Στο κάτω μέρος, ενώνεται με τη στομίδα μ’ ένα λεπτό σύρμα, τυλιγμένο κατά τρόπο αυτοσχέδιο, γύρω από έναν ολοστρόγγυλο σιδερένιο κρίκο. Στη δεξιά μεριά, είκοσι εκατοστά μαυρισμένο κομμάτι μαρτυρά πως κάποτε κάηκε, προσδίδοντάς του μιαν εύθραυστη σκληρότητα, ακριβώς πέντε εκατοστά πάνω από το μεταλλικό εξάρτημα, απόσταση σωτήρια για το άμοιρο το ζώο, που λίγο ακόμα και η γλώσσα του θα καιγόταν, αν δεν είχε ήδη καψαλιστεί το δεξί του μάγουλο. Η στρογγυλότητα του κρίκου έχει, εδώ, ολότελα τετραγωνιστεί, από τη φόρα, πιθανόν, του ζωντανού, ν’ αποφύγει τη φωτιά, ή ακόμα ίσως από μιαν επίμονη συνήθειά του να κοντοστέκεται κάθε που έβρισκε στο δρόμο του βρώσιμο θάμνο, καθυστερώντας τον κύρη του από τις δουλειές του, που κι εκείνος, δεξιόχειρας ίσως, να έβαζε, άθελά του, μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση χρειαζόταν για να το συμμορφώσει.
Το άτσαλο σύρμα κυκλώνει, αλλού εφτά, αλλού τέσσερις γύρες τα σημεία όπου η στομίδα συναντά τα χαλινά. Το δέρμα, σκούρο, άκαμπτο σαν πεθαμένου, θα φάνταζε, τότε, γυαλιστερό, φωτεινό και μαλακό, από κατσίκι ή αρνί εντόπιο –το βουβαλίσιο εισαγωγής θα ήταν, βέβαια, ιδανικό, κατά πώς λένε τα εγχειρίδια, μα θα κόστιζε πολύ για έναν φτωχό χωρικό– θ’ αγκάλιαζε με αυστηρή τρυφερότητα τη μουσούδα του ζώου, αφήνοντας χώρο για τα μεγάλα του τα μάτια τα λυπητερά.
Το σύρμα εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται, κατά τρόπο αδέξιο, σε όλες τις ενώσεις, δέρματος με δέρμα, σίδερου με σίδερο, σίδερου με δέρμα, σίδερου με σχοινί, δέρματος με σχοινί, τρεις και τέσσερις και εφτά φορές τυλιγμένο, τόσο λεπτό ωστόσο, που δεν θα έφτανε να ορίσει παρά μόνο ένα ζώο ανήμπορο ή υποταγμένο κι έναν νοικοκύρη μειλίχιο και πράο, που δεν θα τον είχε ποτίσει η αγριάδα των βουνών και του πολέμου. Κατά πώς φαίνεται, θα ήταν άλλος ο καιρός που στρέβλωνε ο κρίκος από την νεανική πεισμονή ζώου και αναβάτη και άλλος όταν η ασθενική δύναμη του λεπτού σύρματος αρκούσε για να διαφεντέψει την ημερότητα των γηρατειών και των δύο.
Πάνω στον κίτρινο τοίχο της κουζίνας, κοίτα, τα χέρια ενός οχτάχρονου αγοριού κρατούν γερά το σχοινί «για τη βόλτα». Ο πατέρας εμπιστεύεται, για πενήντα χιλιόμετρα δρόμο κι άλλα τόσα για το γυρισμό, ολομόναχο το παιδί και το γαϊδούρι. Και κοίτα, τα μεγάλα λυπητερά μάτια του ζωντανού πώς θεριεύονται όταν ο κύρης τού βγάζει τη στομίδα και η γλώσσα του ελευθερώνεται, με τι λαχτάρα παίρνει φόρα και ορμά στο νερό, ορμά στο σανό. Κοίτα, το σφριγηλό κορμί του νεαρού γαϊδουριού πώς παλεύει με τις ορδίνιες του αφεντικού του και τσακίζει το σιδερένιο στρογγυλό κρίκο και τον «τετραγωνίζει», κοροϊδεύοντας με τη ζωική του ορμή τη γεωμετρία του ανθρώπου. Και κοίτα το, πάλι, ανήμπορο και γερασμένο να εξουσιάζεται από ένα λεπτό κομμάτι σύρμα και τα χέρια του κύρη του, γερασμένα κι αυτά. Αχ, το καημένο το γαϊδούρι, το αθώο, το άγιο, κοίτα, ζωσμένο με το τομάρι ενός κατσικιού ή ενός αρνιού, που κι αυτό κάποτε θα βέλαζε ξέγνοιαστο αγνοώντας τη φριχτή του τύχη, είναι στα αλήθεια ένα θέαμα ελεεινό.
Ω, το κορίτσι δεν ξέρει από «τέχνη»! Άλλωστε, κάποτε, ίσως και να πεθύμησε να κρατήσει στα χέρια το σχοινί «για τη βόλτα». Μα ήταν «κορίτσι» κι αυτό ένα προνόμιο αγορίστικο. Ίσως, μάλιστα, κάτι τέτοιο να αιτιολογεί επαρκώς ένα παλιό καπίστρι στον κίτρινο τοίχο της κουζίνας του, δίπλα σ’ ένα, εξίσου ξεχαρβαλωμένο, πιάνο, κρεμασμένο, εβδομήντα χρόνια μετά, σαράντα πόντους από το πάτωμα, σαράντα από το ταβάνι.