«Καλά τα πήγαμε και σήμερα», είπε τρίβοντας με ευχαρίστηση την ασπρόμαυρη γενειάδα του, καθώς μετρούσε τις εισπράξεις της μέρας. Ήτανε γύρω στη μία το βράδυ και αυτός εξουθενωμένος και πεινασμένος. Ναταλία φώναξε βαριά και δυνατά.
Η μία από τις τρεις γραμματικούς που είχε έτρεξε αμέσως στο πρόσταγμα του. Κανείς δεν μπορούσε να του αντιμιλήσει ή να παρακούσει. Αυτή ήξερε. Ήθελε το μενού της ταβέρνας που υπήρχε κάτω από το γραφείο. Απόψε θα έτρωγε σουβλάκια-σιεφταλιά με αρκετό κρεμμύδι και δύο τρεις μπύρες. Καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά η ίδια ιστορία. Αυτός εργένης στα εξήντα του. Ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους δικηγόρους της πόλης. Χωρίς παιδιά, γυναίκα και συγγενείς, είχε μόνον έναν αδελφό, με τον οποίο οι σχέσεις του ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αν και του άρεσε να μιλάει πολύ για και να περιαυτολογεί, για τα παιδικά του χρόνια με το ζόρι του έπαιρνες κάποια λόγια. Ο πατέρας του ανάθρεμμα της πρωτεύουσας, σπουδασμένος κι αυτός δικηγόρος, την εποχή που μετρούσαν τους δικηγόρους στα δάχτυλα των χεριών τους. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, δεν του άρεσαν οι καυγάδες, σε αντίθεση με τη μητέρα του που ήταν πλουσιοκόριτσο από την επαρχία. Μεγαλωμένη μέσα στα λεφτά και αυταρχική. Αυτά σκεφτότανε όταν του έλεγαν για παντρειές.
Ο δικηγόρος, λοιπόν, αφού σπούδασε στην Ελλάδα, έκανε την ειδίκευσή του στην Αγγλία και την πρακτική του εξάσκηση σε ένα από τα πιο φημισμένα δικηγορικά γραφεία του Λονδίνου. Η ζωή εκεί του άρεσε. Δούλευε όλη μέρα κι όταν τελείωνε ξεκουραζόταν σε μπυραρίες ή σε εστιατόρια. Ήτανε πολύ ψηλός, με μακριά χέρια και πόδια. Η φαλάκρα τού έδινε κάποια γοητεία. Συνήθως φορούσε επώνυμα κοστούμια με ανοιχτόχρωμες γραβάτες. Δεν διακρινόταν για το εκλεπτυσμένο του γούστο, στους τρόπους του ήτανε άτσαλος και άξεστος.
Απολάμβανε την εργένικη ζωή του μέχρι που συνάντησε τη Μυρτώ. Η Μυρτώ ήταν πελάτισσά του. Ο έρωτας ακαριαίος. Εκείνος πίστευε ότι αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του κι εκείνη ότι βρήκε τον ιδανικό σύντροφο.
Τα χρόνια που πέρασαν μαζί, δέκα πάνω κάτω. Λόγος για παντρειά κανένας. Το ρολόι της φύσης ακόμα λίγο θα σταματούσε να χτυπά για τη Μυρτώ. Θα έπρεπε επειγόντως να κάνει παιδί. Σκεφτόταν να φύγει από την πόλη, μακριά του, στο εξωτερικό, μήπως και βρει εκεί μια καλύτερη τύχη, μέχρι που άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες της. Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα της άλλαξε τα σχέδια. «Ο δικηγόρος έπαθε εγκεφαλικό και είναι στο νοσοκομείο.» Πολύ σοβαρό εγκεφαλικό, με πιθανότητες πενήντα πενήντα. Τελικά γλύτωσε αλλά τι την ήθελε τέτοια ζωή;
Μετά από έξι μήνες πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο αλλά θα συνέχιζε να είναι υπό αυστηρή παρακολούθηση. Ο ίδιος είχε πολλές φορές εκμυστηρευτεί σε φίλους του ότι θα προτιμούσε να είχε πεθάνει. Δεν μπορούσε να περπατήσει, να πάει στην τουαλέτα, και ανέπνεε με δυσκολία. Στο σπίτι όλα έπρεπε να αλλαχτούν. Ειδική τουαλέτα και μπάνιο, ράμπες και ασανσέρ. Είχε ανάγκη τη Μυρτώ κι αυτή του στάθηκε σαν να ήταν η γυναίκα του. Όταν εκείνος ένιωσε καλύτερα, η Μυρτώ του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να φύγει και να πάει στην Αγγλία όπου είχε βρει μία καλή δουλειά.
Πέρασαν εννιά μήνες. Εκείνη στην Αγγλία κι εκείνος κουτσά στραβά στο γραφείο. Άρχισε πάλι το κάπνισμα και το ποτό. Μετά από λίγο καιρό έπαθε και πνευμονία. Την εκλιπαρούσε να γυρίσει. Δεν τα έβγαζε πέρα μόνος του. Του άρεσε η ακριβή ζωή και η καλοπέραση. Ξόδευε μεγάλα ποσά σε αντίκες, πίνακες και ό,τι είχε να κάνει με τέχνη. Κάθε φορά που αποχτούσε κάτι, έκτος από το παζάρεμα που του άρεσε να κάνει, έτριβε με ευχαρίστηση το πυκνό μούσι του κι έλεγε γεμάτος περηφάνια.
-Κοίτα Μυρτώ μου, τι αγόρασα για το μικρό μας παλατάκι!
Μια εβδομάδα αφότου επέστρεψε εκείνη και τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Του ξεκαθάρισε ότι για να μείνει και να κάνει τη «δούλα» του θα έπρεπε να μοιραστούν και την περιουσία του, που δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Εκτός από το τεράστιο σπίτι με την πισίνα, το γήπεδο τένις και τους μεγάλους κήπους, δικαιούταν και άλλα. Είχε το πατρικό του σπίτι σε μία κεντρική συνοικία της πόλης καθώς και το ιδιόκτητο γραφείο του.
Ο δικηγόρος εξακολουθούσε να πηγαίνει στο γραφείο κι εκείνη να κάνει τον ταξιτζή και την νοσοκόμα του. Τον πίεζε καθημερινά με το θέμα της περιουσίας και αυτός αφού απηύδησε είπε να προχωρήσει. Έκλεισαν ραντεβού πρώτα με τους λογιστές του και μάθανε τα εισοδήματά του είχαν μειωθεί στο ένα τέταρτο απ’ όσα ήταν πριν αρρωστήσει. Οι τραπεζίτες επέμεναν πως έπρεπε να γίνει αναδιάρθρωση των δανείων του. Αλλά επειδή εκείνος ήταν μεγάλος σε ηλικία, οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν τον κάλυπταν.
Η Μυρτώ τον πίεζε να της μεταβιβάσει την περιουσία του για να μείνει κοντά του και να τον φροντίζει. Εκείνος το αποφάσισε. Το χρέος πέρασε και στους δύο. Το νέο δάνειο έφτασε κοντά στο ένα εκατομμύριο ευρώ. Αφού ανέλαβε και η Μυρτώ μέρος από τα δάνεια, θα της μεταβίβαζε το μισό μερίδιο από την περιουσία του και το άλλο μισό στον αδελφό του. Αυτή ανένδοτη. Τα ήθελε όλα, αλλιώς θα τον εγκατέλειπε. Της υποσχέθηκε το ογδόντα στα εκατό. Αυτή δέχτηκε.
Κόντεψε το καλοκαίρι. Το γραφείο θα έκλεινε για τρεις εβδομάδες. Διακοπές έκαναν στο σπίτι τους, αφού ο δικηγόρος ήταν ανήμπορος. Το πρωί κάθονταν στην βεράντα για το πρόγευμα τους, τα μεσημέρια πολλές φορές καλούσαν φίλους και τρώγανε μαζί. Τα απογεύματα η Μυρτώ βουτούσε στην πισίνα και τα βράδια αφήνονταν στην ομορφιά του κήπου τους. Όλα φαίνονταν καλά, πολύ καλά. Κανείς δεν κατάλαβε ότι η κατάσταση του επιδεινώθηκε, εκτός από τον ίδιο. Το ένιωσε ότι κόντευε να φύγει. Δεν διψούσε για ζωή. Διψούσε μόνο για να «κοιμηθεί». Ήσυχα, όμορφα, σχεδόν ονειρεμένα.
Άρχισε να σουρουπώνει. Δεν ήθελε να φάει κάτι. Ήθελε μόνο να πιει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Δεν κατάφερε να το σβήσει, έμεινε στα χέρια του. Πέρασαν οι σαράντα και το πρώτο μνημόσυνο. Ήτανε Κυριακή. Τη Δευτέρα θα άνοιγε η διαθήκη. Όλοι εκεί. Κουστουμαρισμένοι, έτοιμοι να κατασπαράξουν αυτά που θα τους άφηνε. Αυτά που χρειάστηκε μια ζωή για να τα κτίσει.
Δευτέρα πρωί πρωί όλοι μαζεμένοι σαν όρνεα πάνω από το πεθαμένο του κορμί. Κοίταζαν καχύποπτα ο ένας τον άλλο. Ποιος θα πάρει, ποιος θα χάσει. Και ασφαλώς οι νόμιμοι κληρονόμοι. Από την μια ο αδελφός και από την άλλη η «γκόμενα». Ούτε ένα καλημέρα δεν αντάλλαξαν, μόνο τα μοχθηρά τους βλέμματα. Ο δικηγόρος πλησίασε και κάθισε στο γραφείο του. Άνοιξε σιγά σιγά κάποια έγγραφα τα οποία εξ όσων φαίνεται είναι η διαθήκη του.
«Εγώ ο Αλέξανδρος Πολυβίου έχοντας σώας τας φρένας, δηλώνω σήμερα, στις 20/01/2015, την τελευταία μου επιθυμία η οποία είναι να μην αφήσω κληρονόμους. Αφήνω τη δικαιοσύνη να το πράξει.»